EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Ιωάννη Α. Μουρμούρα στο Συνέδριο του ΙΔΚΚ με το Julian Hodge Institute of Applied Macroeconomics με θέμα «Η νέα Ευρωπαϊκή Οικονομική Αρχιτεκτονική και η Ελλάδα»

04/12/2015 - Ομιλίες

1. Επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ

Πριν αναφερθώ στις προκλήσεις σχετικά με την ελλιπή αρχιτεκτονική και το νέο σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, θα ήθελα να ξεκινήσω με κάτι από την επικαιρότητα, τη χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ να επεκτείνει τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης, γνωστό και ως QE, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο αποπληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν καλοί και κακοί αποπληθωρισμοί στην παγκόσμια οικονομική ιστορία, μόνο που σε σύγκριση με τους κακούς, οι καλοί αποπληθωρισμοί είναι ελάχιστοι, ο πιο γνωστός ίσως είναι στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι ΗΠΑ εμφάνισαν αποπληθωρισμό -2% για δέκα συνεχή χρόνια με ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της τάξεως του 3,5% ετησίως.

Έτσι λοιπόν στη χθεσινή συνεδρίαση (3/12/2015) του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ αποφασίστηκε μία ακόμη περισσότερο διευκολυντική νομισματική πολιτική, πιο συγκεκριμένα:

• Επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης για 6 μήνες ακόμη, πέραν του αρχικού ορίου του Σεπτεμβρίου του 2016 δηλαδή μέχρι το τέλος του Μαρτίου του 2017, διευρύνοντας έτσι το συνολικό ποσό στα 1,5 τρισ. ευρώ περίπου ή 15% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.

• Μείωση του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων κατά 10 μονάδες βάσης, από το -0,20% που βρίσκεται σήμερα, στο -0,30%.

• Συνέχιση της διενέργειας των πράξεων αναχρηματοδότησης (MROs, LTROs) ως δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου με πλήρη κατανομή για όσο διάστημα χρειαστεί και τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2017.

Γιατί όμως ο Πρόεδρος Draghi αποφάσισε να προχωρήσει στα πιο πάνω μέτρα επεκτατικής νομισματικής πολιτικής εννέα μήνες μετά την έναρξη του προγράμματος; Υπενθυμίζω ότι από τον περασμένο Μάρτιο το Ευρωσύστημα αγοράζει μηνιαίως τίτλους αξίας 60 δισεκ. ευρώ, με το συνολικό ποσό να διαμορφώνεται σήμερα σε €582 δισεκ. ευρώ. Η δε συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος κυμαίνεται γύρω στα €17 δισεκ. ευρώ (αγορά τίτλων άλλων χωρών και υπερεθνικών οργανισμών, όχι ελληνικών και θα επανέλθω σε αυτό σε λίγο, PSPP= €13 δισεκ. ευρώ, CBPP3 = €4 δισεκ. ευρώ).

Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα βρίσκεται στις προοπτικές της οικονομίας της ευρωζώνης (outlook).

2. Ευρωζώνη: Mακροοικονομικές Προοπτικές
Έτσι:
• Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ του Δεκεμβρίου 2015, ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να διαμορφωθεί στα πολύ χαμηλά επίπεδα του 0,1% σε μέση ετήσια βάση για το 2015, και να αυξηθεί στο 1,0% το 2016 και στο 1,6% το 2017.

• Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό, όπως μετρώνται με βάση τις συμφωνίες ανταλλαγής πληθωρισμού διάρκειας 5 ετών (5 year-inflation linked swap rates), κινήθηκαν ελαφρώς ανοδικά και διαμορφώθηκαν στο 1,7% στα τέλη Νοεμβρίου, από το 1,6% το Μάρτιο, δηλαδή λίγο πριν από την έναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων.

• Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της ζώνης του ευρώ προβλέπεται να διαμορφωθεί για το 2015 στο 1,5% και στο 1,7% και 1,9% για τα έτη 2016 και 2017, αντιστοίχως.

• Από την έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης το Μάρτιο το ευρώ σε σχέση με το δολάριο υποτιμήθηκε κατά 2%, ενώ από την αρχή του έτους έχει υποτιμηθεί περίπου κατά 10%. Η πρόβλεψη είναι – και είναι μία ασφαλής πρόβλεψη – ότι η πτωτική πορεία του ευρώ θα συνεχιστεί τους επόμενους μήνες ως αποτέλεσμα των νέων αυτών μέτρων του Draghi, αλλά και της επικείμενης αύξησης του βασικού επιτοκίου αναφοράς από τη Fed την επόμενη εβδομάδα, στις 15/12, για πρώτη φορά μετά από το 2007 - η προφανής επίδραση από τις αποκλίνουσες νομισματικές πολιτικές που κάποιοι φτάνουν στο σημείο να μιλούν για μια επερχόμενη νομισματική πόλωση.

Συμπερασματικά, το πρόγραμμα QE μέχρι τώρα είχε ελάχιστη επίδραση στον πληθωρισμό, τις προσδοκίες του πληθωρισμού και την ανάπτυξη στην ευρωζώνη.

Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι υπάρχουν κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία κυρίως από τον τραπεζικό τομέα, όπως π.χ. ο ετήσιος ρυθμός χορήγησης δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, o οποίος αυξήθηκε κατά 0,9% τον Οκτώβριο, σε σύγκριση με 0,7% το Σεπτέμβριο. Η προσφορά χρήματος με την ευρεία έννοια (Μ3) αυξήθηκε τον Οκτώβριο στο 5,3%, από 3,8% τον Δεκέμβριο του 2014. Επιπλέον, το QE συνέβαλε εντός της ζώνης του ευρώ στη σημαντική μείωση των αποδόσεων των κυβερνητικών ομολόγων των χώρων εντός της ζώνης του ευρώ, με τα spread των δεκαετών ομολόγων της Ιρλανδίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας έναντι των γερμανικών δεκαετών ομολόγων να πέσουν σε νέα ιστορικά χαμηλά μετά την έναρξη της κρίσης του δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη. Πιο συγκεκριμένα, η απόδοση του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου μειώθηκε στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 0,15% στα μέσα Απριλίου, και οι αποδόσεις των ισπανικών και ιταλικών δεκαετών ομολόγων υποχώρησαν κατά περίπου 60 μονάδες βάσης σε νέα ιστορικά χαμηλά επίπεδα πριν από τις απότομες αυξήσεις στις αρχές Μαΐου. Επί του παρόντος, πάνω από 11 κυβερνητικά διετή ομόλογα των κρατών μελών της Ευρωζώνης διαπραγματεύονται με αρνητικές αποδόσεις (+8% για την Ελλάδα). Να σημειώσω επιπλέον, ότι το spread μεταξύ των γερμανικών δεκαετών ομολόγων και των αμερικανικών δεκαετών ομολόγων παραμένει κοντά στα ιστορικά υψηλά επίπεδα της τάξεως του 1,9%, καταδεικνύοντας τις αποκλίνουσες νομισματικές πολιτικές των δύο κεντρικών τραπεζών, παράμετρος η οποία μπορεί να επιφέρει στο μέλλον έντονη μεταβλητότητα.

Βέβαια είναι αλήθεια ότι ζούμε σε μια εποχή πολύ χαμηλών πραγματικών επιτοκίων που οφείλεται, από τη μία μεριά, στην παγκοσμιοποίηση που μεταφράζεται σε χαμηλές τιμές των βασικών εμπορευμάτων, αλλά και στην ασθενή διαπραγματευτική δύναμη των εργατικών συνδικάτων, και από την άλλη μεριά, στην υπερβάλλουσα αποταμίευση (από τις χώρες της Ασίας, αλλά και λόγω δημογραφικών παραγόντων) ή ακόμη και σε τεχνολογικούς παράγοντες.

Το σημαντικό ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: ποιοι είναι εκείνοι οι παράγοντες που συμβάλλουν σε έναν επίμονα χαμηλό πληθωρισμό στην ευρωζώνη σήμερα; Από τον Ιανουάριο του 2013, ο πληθωρισμός παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα, κάτω από το 2% που αποτελεί τον μεσοπρόθεσμο στόχο του Ευρωσυστήματος. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός παρέμεινε κάτω του 1,0% για σχεδόν δύο χρόνια και κάτω από το 0,5% για 16 συνεχόμενους μήνες. Οι κυριότεροι λοιπόν παράγοντες είναι:

• Πρώτον, η αδύναμη συνολική ζήτηση στην ευρωζώνη, καθώς το αρνητικό παραγωγικό κενό (output gap) συνεχίζει να ασκεί καθοδικές πιέσεις στα επίπεδα τιμών. Οι προβλέψεις είναι ότι αυτό θα παραμείνει αρνητικό μέχρι και το 2017.

• Δεύτερον, είναι αλήθεια ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό από την έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες, και όπως γνωρίζουμε από την καμπύλη Phillips, οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αποτελούν τον κύριο καθοριστικό παράγοντα του τρέχοντος επιπέδου του πληθωρισμού.

• Και τέλος, η υποχώρηση της τιμής του πετρελαίου κατά 25% περίπου από τις αρχές Μαρτίου ενώ και η πτώση των τιμών παραγωγού βιομηχανικών προϊόντων συντελούν στην αδύναμη δυναμική του πληθωρισμού.

Εύκολα από τα πιο πάνω καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Πρόεδρος Draghi προχώρησε χθες στα νέα μέτρα.
 

3. Κίνδυνοι από μία παρατεταμένη ποσοτική χαλάρωση
 

Παρόλα αυτά είναι γνωστό και έχουν καταχωρηθεί στην πρόσφατη βιβλιογραφία οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από μία παρατεταμένη διευκολυντική νομισματική πολιτική. Ενδεικτικά αναφέρω:

1. Όπως έχει πει και ο τέως Πρόεδρος της Fed, Ben Bernanke, το πρόβλημα με το QE είναι ότι δουλεύει καλά στην πράξη, αλλά δεν δουλεύει καλά στη θεωρία, με το οποίο υπονοείται ότι η διαμόρφωση των επιτοκίων επί πολύ χρόνο σε πολύ χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα, αυξάνει την ελκυστικότητα του δανεισμού με πιθανή υπερχρέωση βασικών τομέων της οικονομίας και τον κίνδυνο φούσκας (bubbles). Ταυτόχρονα, οι επενδυτές αναζητώντας αυξημένες αποδόσεις (search-for-yield) αναγκαστικά στρέφονται σε τοποθετήσεις με υπερβολικούς κινδύνους. Ειδικότερα για τις τράπεζες, δημιουργείται ο κίνδυνος να ακολουθήσουν πιστοδοτικές πολιτικές με βάση χαλαρά κριτήρια, δεδομένου ότι το χαμηλό αυτό κόστος χρηματοδότησης ενθαρρύνει τις τράπεζες να αυξήσουν τη μόχλευσή τους.

2. Όσο πιο πολύ βαθαίνει η ΕΚΤ την ποσοτική χαλάρωση, τόσο πιο δύσκολη και πολύπλοκη θα είναι η στρατηγική εξόδου από αυτήν, π.χ. ενδεικτικά αναφέρω την πιθανή ζημία στους ισολογισμούς της στο μέλλον από τη συσσώρευση κυβερνητικών ομολόγων από τις χώρες της ευρωζώνης.

3. Η λίστα είναι μακρά, απλά θα αναφέρω ακόμη ένα λόγο που προσωπικά θεωρώ αρκετά σημαντικό, ειδικά για τις χώρες της ευρωπεριφέρειας: μία παρατεταμένη διευκολυντική νομισματική πολιτική ενέχει τον κίνδυνο να λειτουργήσει ως “αναισθητικό” των κυβερνήσεων των χωρών-μελών της ευρωζώνης, υπό την έννοια αυτές να προχωρούν πολύ αργά σε μεταρρυθμίσεις στο δημοσιονομικό και διαρθρωτικό πεδίο, με δεδομένο το δημοσιονομικό χώρο (fiscal space) που κερδίζουν από τις χαμηλές δαπάνες για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους τους. Φοβούμαι κάτι ανάλογο έλαβε χώρα κατά την πορεία μετάβασης της Ελλάδος και άλλων χωρών προς το ευρώ τη δεκαετία του 1990, όπου η προσαρμογή βασίστηκε σε μεγάλο μέρος σε μία παρατεταμένη πολιτική της σκληρής δραχμής και όχι στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Εν κατακλείδι, θα ήθελα να κάνω δύο σχόλια, ένα μακροοικονομικό, νομίζω το δικαιούμαι ως Καθηγητής της Μακροοικονομικής και ένα για την Ελλάδα:

• Σχετικά με το πρώτο, όλοι συμφωνούμε ότι ο πληθωρισμός ήταν και θα παραμείνει ένα νομισματικό φαινόμενο. Αλλά με επίμονα χαμηλά επίπεδα ονομαστικής ζήτησης στην ευρωζώνη (το ονομαστικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί 7,7% σωρευτικά τα τελευταία 7 χρόνια), ενώ τα προηγούμενα 7 χρόνια πριν την κρίση (2002-2008) η αύξηση ήταν 27%. Με άλλα λόγια, ένας μακροοικονομολόγος θα ρωτούσε εάν ο χαμηλός πληθωρισμός είναι το σύμπτωμα ή η αιτία μιας αναιμικής ζήτησης στην ευρωζώνη. Σίγουρα, η ευρωζώνη σήμερα χρειάζεται το QE. Το ερώτημα είναι εάν αυτό είναι αρκετό από μόνο του για να αποφύγουμε το αρνητικό σπιράλ μεταξύ χαμηλού πληθωρισμού και των πτωτικών προσδοκιών για τον πληθωρισμό και αν χρειάζονται παράλληλα και άλλες συνοδευτικές μακροοικονομικές πολιτικές για την τόνωση της συνολικής ζήτησης στην ευρωζώνη;

• Το δεύτερο σχόλιο αφορά την Ελλάδα και την πιθανή συμμετοχή της στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, το οποίο θεωρώ κομβικής σημασίας για τη χώρα μας, καθώς θα βοηθήσει να βελτιωθούν οι συνθήκες στην αγορά ομολόγων ελληνικού Δημοσίου και επιπλέον θα είναι ο καταλύτης για την επιστροφή της χώρας μας στις διεθνείς αγορές ομολόγων. Για να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, αυτές είναι: το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης που τρέχει τώρα, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, η ελάφρυνση του χρέους που θα ξεκινήσει στη συνέχεια και όπως έχω πει σε ομιλία μου προχθές στο Greek-American Chamber, θα πρέπει να γίνει – εφόσον ονομαστικό κούρεμα απαγορεύεται από τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες – με βάση την καθαρή παρούσα αξία ως την κρίσιμη παράμετρο για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Όλα τα πιο πάνω θα βοηθήσουν στο να αναβαθμιστεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας μας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης και να ανοίξει ο δρόμος για τη συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ. Αν και σύμφωνα με υπολογισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσό αυτό περιορίζεται στο ύψος των 3 με 3,5 δισεκ. ευρώ στην πρώτη φάση, ο αντίκτυπος όμως, το signaling effect, θα είναι τεράστιος για τις διεθνείς αγορές.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να πω ότι παραμένω αισιόδοξος για την πορεία της χώρας μας, θέλω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο. Οι Έλληνες επιθυμούν μία συντεταγμένη ευρωπαϊκή πορεία μέσα από μια σχέση αξιοπρεπούς εταίρου με δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις, στην οποία θα ισχύει ότι τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται (pacta sunt servanda), με όραμα πάντα το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.


4. Ανεπαρκής η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης


Η πρόσφατη κρίση χρέους στην ευρωζώνη, την οποία έχω αποκαλέσει στο πρόσφατο βιβλίο μου «Διπλή κρίση δημόσιου χρέους-τραπεζών» και όπου αναλύω το ρόλο της ύφεσης στην ανάδραση χρέους-τραπεζών, έχει κλονίσει συθέμελα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και προφανέστατα εγείρει ερωτηματικά αν είναι σωστή η αρχιτεκτονική και οι κανόνες λειτουργίας της νομισματικής ένωσης. Για παράδειγμα, το νέο κριτήριο της παρακολούθησης εμφάνισης μακροοικονομικών ανισορροπιών, το οποίο καθιερώθηκε κατά την πρόσφατη κρίση για να συμβάλλει στον καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Λίγοι θα διαφωνούσαν ότι μέχρι τώρα η προσπάθεια αυτή έχει αποτύχει. Αποδείχτηκε αναποτελεσματική στην αντιμετώπιση των υπερβολικών πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ευρωζώνη (π.χ. Γερμανία +8% του ΑΕΠ). Υπάρχουν διάφορες καινοτόμες πρωτοβουλίες και σχέδια στην ευρωζώνη που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν την αναθεωρημένη προσέγγιση για το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», τα νέα μέτρα για την οικονομική και δημοσιονομική εποπτεία στα πλαίσια του ενισχυμένου Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) το γνωστό σε όλους Six-Pack, την πρόσφατα συσταθείσα «Υπηρεσία Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων», η όποια εξειδικεύεται στην παροχή τεχνικής βοήθειας για τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή αναπτυξιακών διοικητικών και δομικών ανασχηματισμών, τη σύσταση Εθνικών Επιτροπών Ανταγωνιστικότητας ή ακόμη και συμβουλευτική Ευρωπαϊκή Δημοσιονομική Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων (EDIS), κάποια από τα οποία δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί και εφαρμοσθεί. Βέβαια πρόκειται για καλοδεχούμενες ιδέες και προτάσεις, οι οποίες όμως πρέπει να δοκιμασθούν στην πράξη και να αποδώσουν χειροπιαστά αποτελέσματα.

Η κρίση δημόσιου χρέους δημιούργησε νέο προβληματισμό πάνω στο κλασικό ερώτημα: περισσότερη Ευρώπη (δηλαδή το θέμα της διεύρυνσης) ή βαθύτερη Ευρώπη (δηλαδή το θέμα της εμβάθυνσης). Η έκθεση των «Πέντε Προέδρων» θέτει εύλογα αυτό το δίλημμα, καθώς προωθεί μια φιλόδοξη ατζέντα, η οποία ορίζει τη βάση και το χρονοδιάγραμμα για μία τραπεζική ένωση, και για έναν οδικό χάρτη προς δημοσιονομική ένωση και την ένωση των κεφαλαιαγορών. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες αναδεικνύουν μια στροφή προς ένα επιμερισμό των βαρών και των κινδύνων (burden- and risk-sharing) και αποτελούν αναμφίβολα ένα σημαντικό και ευχάριστο γεγονός για μένα ως ευρωπαϊστή. Το ερώτημα βέβαια που απασχολεί τους αναλυτές, αλλά και τον μέσο Ευρωπαίο, είναι πόσο γρήγορα η Ευρώπη θα ολοκληρώσει την Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση και θα προχωρήσει, για παράδειγμα, προς ένα ενιαίο Σύστημα Εγγύησης Καταθέσεων ή της αμοιβαιοποίησης των κινδύνων; Ή πότε θα τεθεί σε εφαρμογή η σημαντική πρωτοβουλία του Επιτρόπου Jonathan Hill για μια ένωση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών, ώστε να βελτιωθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων; Όσον αφορά τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), διάδοχο φορέα του EFSF, προσωπικά θα ήθελα να τον δω να μεταλλάσσεται σε ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, υπεύθυνο, μεταξύ άλλων, για μελλοντικές αναδιαρθρώσεις δημόσιου χρέους των κρατών-μελών.

Τα περισσότερα από τα τρέχοντα προβλήματα της Ευρώπης οφείλονται στην αδυναμία της να επιλύσει τυχόν κρίσεις μέσα από αμοιβαία συμφωνία και συλλογική δράση, παραβιάζοντας τις θεμελιώδεις αξίες της συνεργασίας και της αλληλεγγύης πάνω στις οποίες συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τελικά, το κορυφαίο δίλημμα από το οποίο θα εξαρτηθεί η μελλοντική πορεία της Ευρώπης είναι, από τη μία μεριά, ο ηθικός κίνδυνος και η εθνική ευθύνη και από την άλλη, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και η από κοινού ανάληψη κινδύνων και η αμοιβαιοποίηση του κόστους. Η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο αρχών αποτελεί τη «λυδία λίθο» για την αποτελεσματικότητα των παραπάνω θεσμικών πρωτοβουλιών, με τελικό στόχο μία βελτιωμένη οικονομική διακυβέρνηση.

Όμως, ένας καλύτερος θεσμικός σχεδιασμός δεν είναι αυτός που θα πείσει και θα εμπνεύσει τους Ευρωπαίους πολίτες. Αυτό που έχει σημασία για τον μέσο Ευρωπαίο είναι θέσεις εργασίας, ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή. Η δραματική αύξηση της ανεργίας και η έλλειψη νέων θέσεων εργασίας, οι δραστικές περικοπές στο επίπεδο διαβίωσης και η παρατεταμένη ύφεση είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ευρωσκεπτικισμού και την απελευθέρωση των σκοτεινών δυνάμεων του νεοφασισμού σε αρκετά κράτη-μέλη της ευρωζώνης. Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων σε όλα τα πεδία πολιτικής. Με αφορμή και το Βρετανικό δημοψήφισμα το 2017, δημιουργείται η ευκαιρία σήμερα να τεθεί εμφατικά και να συζητηθεί το ερώτημα της γενικότερης κατεύθυνσης της Ευρώπης.

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία γεννήθηκε μέσα από μια πρωτοβουλία για τις βιομηχανίες άνθρακα και χάλυβα τη δεκαετία του 1950, έχει αντιμετωπίσει όλα αυτά τα χρόνια πολυάριθμες και σοβαρές κρίσεις στο παρελθόν, αλλά πάντα είχε την ικανότητα να μεταλλάσσεται – αν και αργά – έτσι ώστε να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες. Έχει καταφέρει να εξελιχθεί από μια τελωνειακή ένωση σε μία ενιαία αγορά, μία οικονομική και νομισματική ένωση και ακόμη προχωρά μπροστά. Όμως ο χρόνος λιγοστεύει. Η ώρα για αλλαγή έχει έρθει και εννοώ την πλήρη ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Όπως επεσήμανα πιο πριν, η Ευρώπη θα επιβιώνει εφόσον προσαρμόζεται.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να κλείσω με ένα απόσπασμα-παρακαταθήκη για τις μελλοντικές γενιές των Ευρωπαίων από την ομιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά την αποδοχή του βραβείου του Καρλομάγνου στο Άαχεν της Γερμανίας στις 4 Μαΐου 1978. Ο μεγάλος Μακεδόνας πολιτικός είχε πει τότε: «…Η Ευρώπη έχει μεγάλη πολιτιστική παράδοση, και εμπνέεται από την αναζήτηση ενός ιδανικού: την δημιουργία δηλαδή μιας μεγάλης κοινότητος που θα συνδυάζει την ελευθερία με την τάξη και την τάξη με την κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί χωρίς τάξη δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία, όπως δεν μπορεί να υπάρξει και τάξη χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη. Μιας κοινότητας που θα ζει ειρηνικά και θα προάγεται πολιτιστικά. Και θα διαθέτει τους πόρους της για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής… των πολιτών της».

 

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι