Εικοστό τέταρτο τεύχος του ''Οικονομικού Δελτίου ''- Ιανουάριος 2005
16/02/2005 - Δελτία Τύπου
Κυκλοφόρησε το τεύχος 24 (Ιανουάριος 2005) του "Οικονομικού Δελτίου" της Τράπεζας της Ελλάδος. Στο "Οικονομικό Δελτίο" δημοσιεύονται 4 μελέτες.
Οι μελέτες αυτές, οι οποίες, όπως πάντοτε, απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ' ανάγκη της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι οι εξής:
Heather D. Gibson, "Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών: πρόσφατες εξελίξεις".
Σκοπός της μελέτης είναι να παρουσιάσει πιο πρόσφατα αποτελέσματα σε σχέση με εκείνα που είχαν παρουσιαστεί σε παλαιότερη εργασία των Eichengreen και Gibson η οποία κάλυπτε την περίοδο 1993-1998. Η μελέτη εκείνη είχε περιληφθεί στον τόμο Οικονομικές επιδόσεις και προοπτικές της Ελλάδος που είχε εκδοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος και το Ίδρυμα Brookings το 2001-2002. Στην παρούσα μελέτη χρησιμοποιούνται στοιχεία για τις ελληνικές τράπεζες τα οποία καλύπτουν την περίοδο 1993-2003. Από τα νέα αποτελέσματα προκύπτουν τέσσερα βασικά συμπεράσματα.
Πρώτον, είναι πλέον σαφές ότι ο βαθμός συγκέντρωσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έφθασε στο κατώτερο σημείο του στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και έκτοτε αυξάνεται ελαφρά. Η επίδραση όμως στον ανταγωνισμό δεν είναι απόλυτα σαφής. Μολονότι η αύξηση του βαθμού συγκέντρωσης συνήθως συνδέεται με μείωση του ανταγωνισμού, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι παράλληλα περιορίστηκε η δεσπόζουσα θέση στην αγορά την οποία κατείχε μία συγκεκριμένη τράπεζα, ενώ ορισμένες άλλες τράπεζες αύξησαν ουσιωδώς τα μερίδια αγοράς τους έτσι ώστε να μπορούν και αυτές να παίξουν σημαντικό ρόλο. Από την οικονομετρική ανάλυση διαπιστώνεται ότι ο βαθμός συγκέντρωσης σχετίζεται θετικά με την κερδοφορία (ακόμη και όταν συμπεριληφθούν στην εξίσωση τα μερίδια αγοράς). Επιπλέον, η αύξηση του μεριδίου αγοράς αυξάνει την κερδοφορία. Υπάρχουν όμως και ενδείξεις ότι οι τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα χρησιμοποιούν την ισχύ τους στην αγορά για να μειώσουν τους κινδύνους που αναλαμβάνουν και όχι τόσο για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Τα αποτελέσματα αυτά είναι σύμφωνα με εκείνα της παλαιότερης μελέτης.
Δεύτερον, φαίνεται ότι έχει λήξει η περίοδος των ραγδαίων διαρθρωτικών μεταβολών που είχαν ξεκινήσει αμέσως μετά την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η άποψη αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η κερδοφορία έχει μεγαλύτερη διάρκεια από ό,τι είχε δείξει η προηγούμενη μελέτη και μετά από μια διαταραχή επανέρχεται σε "κανονικά" επίπεδα ύστερα από κάποιο διάστημα. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της προηγούμενης μελέτης υποδήλωναν ότι μετά από μια διαταραχή των κερδών η κερδοφορία επανερχόταν σε "κανονικά" επίπεδα με τη μορφή ταλάντωσης - εύρημα το οποίο είχε ερμηνευθεί ως επιβεβαίωση της επίδρασης των διαρθρωτικών μεταβολών.
Τρίτον, από την ανάλυση προκύπτει ότι οι τράπεζες κατά την εξεταζόμενη περίοδο δεν μπορούσαν να αυξήσουν τα κέρδη τους μόνο αυξάνοντας το μέγεθός τους. Ενώ η σχέση μεταξύ κερδοφορίας και μεγέθους εξακολουθεί να παρουσιάζεται μη γραμμική και "κωδωνοειδής", το σημείο καμπής είναι πολύ πιο κοντά στο μικρότερο μέγεθος τράπεζας του δείγματος. Αυτό σημαίνει ότι το τμήμα της καμπύλης μεγέθους-κερδοφορίας που έχει σημασία για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι αυτό που έχει καθοδική κλίση - με άλλα λόγια η αύξηση του μεγέθους δεν βελτιώνει την κερδοφορία (εφόσον όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί). Αυτό ενδεχομένως υποδηλώνει ότι οι τράπεζες δεν έχουν επωφεληθεί από οικονομίες κλίμακας, πράγμα που εν μέρει εκπλήσσει, δοθέντος του μικρού μεγέθους των ελληνικών τραπεζών. Ωστόσο, η αύξηση του μεγέθους αποτελεί αναγκαία μεν, όχι όμως και ικανή συνθήκη για την αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας. Εξάλλου, η αύξηση του μεγέθους προσφέρει ευκαιρίες για αξιοποίηση οικονομιών εύρους υπηρεσιών (συνέργειες), κάτι το οποίο δεν επιχειρήθηκε να μετρηθεί στη μελέτη.
Τέλος, οι διαφορές μεταξύ τραπεζών του δημόσιου τομέα και ιδιωτικών τραπεζών τείνουν να εξαλειφθούν, καθώς τα χαρακτηριστικά των τραπεζών του δημόσιου τομέα έχουν συγκλίνει προς εκείνα των ιδιωτικών. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είναι στατιστικά σημαντική η "ψευδομεταβλητή" του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που έχει περιληφθεί στις παλινδρομήσεις, υποδηλώνει ότι ο τρόπος λειτουργίας των τραπεζών του δημόσιου τομέα έχει προσεγγίσει περισσότερο τον τρόπο λειτουργίας των ιδιωτικών τραπεζών, στο πλαίσιο των διαφόρων διοικητικών μεταβολών που συνόδευσαν την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Παναγιώτης Π. Αθανάσογλου, Ιωάννης Γ. Ασημακόπουλος και Ευαγγελία Α. Γεωργίου, "Η επίδραση των ανακοινώσεων συγχωνεύσεων και εξαγορών στις αποδόσεις των μετοχών των τραπεζών στην Ελλάδα".
Η μελέτη διερευνά την επίδραση που άσκησε η ανακοίνωση της πρόθεσης για συγχωνεύσεις και εξαγορές (Σ&Ε) μεταξύ ελληνικών τραπεζών κατά τη διετία 1998-1999 στις τιμές των μετοχών των εν λόγω τραπεζών. Ειδικότερα, για το σκοπό αυτό εκτιμώνται οι υπερκανονικές αποδόσεις των μετοχών τόσο των εξαγοραζουσών όσο και των εξαγοραζόμενων τραπεζών για το χρονικό διάστημα των 20 ημερών πριν και μετά την ημερομηνία ανακοίνωσης. Επίσης αναλύονται μεμονωμένα οι περιπτώσεις Σ&Ε τραπεζών με μετοχές εισηγμένες στη χρηματιστηριακή αγορά και τα αποτελέσματα που προκύπτουν συγκρίνονται με τα αντίστοιχα προηγούμενης μελέτης των Αθανάσογλου και Μπρισίμη (2004) που αφορούσε την αποτελεσματικότητα κόστους και κερδών των τραπεζών που συμμετείχαν στις Σ&Ε.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τόσο οι εξαγοράζουσες όσο και οι εξαγοραζόμενες τράπεζες εμφανίζουν σημαντικά υψηλές θετικές υπερκανονικές αποδόσεις. Ειδικότερα, οι εξαγοράζουσες τράπεζες παρουσιάζουν αισθητά υψηλότερες αποδόσεις σε σύγκριση με εκείνες των εξαγοραζομένων και με μεγαλύτερη χρονική διάρκεια. Σε σχέση με τα ευρήματα των Αθανάσογλου και Μπρισίμη (2004) και με εξαίρεση δύο περιπτώσεις Σ&Ε τραπεζών των οποίων οι αποδόσεις ήταν ασυνήθιστα υψηλές και μη αναμενόμενες με βάση την αποτελεσματικότητα κόστους και κερδών, οι επενδυτές φαίνεται ότι προεξόφλησαν τη θετική επίδραση των τότε επικείμενων Σ&Ε στην αποτελεσματικότητα των τραπεζών αυτών, εκτίμηση η οποία αντανακλάται στις θετικές υπερκανονικές αποδόσεις των μετοχών των εν λόγω τραπεζών. Το γεγονός όμως ότι οι αποδόσεις αυτές εντοπίζονται στην περίοδο που προηγήθηκε της ανακοίνωσης ερμηνεύεται ως ένδειξη για διάχυση φημολογίας ή κατάχρηση εσωτερικής πληροφόρησης στη χρηματιστηριακή αγορά. Επιπρόσθετα, η διατήρηση των υπερκανονικών αποδόσεων για αρκετές ημέρες μετά την ημερομηνία ανακοίνωσης αποτελεί παραβίαση της υπόθεσης της αποτελεσματικότητας της χρηματιστηριακής αγοράς (στην "ημιισχυρή" της μορφή) κατά την εξεταζόμενη περίοδο.
Σταύρος Ε. Ζωγραφάκης και Θεόδωρος Μ. Μητράκος, "Η αναδιανεμητική επίδραση του πληθωρισμού στην Ελλάδα".
Η μελέτη αναδεικνύει την έμμεσου χαρακτήρα αναδιανεμητική λειτουργία που επιτελείται μέσω του μηχανισμού μεταβολής των τιμών στη χώρα μας. Η μελέτη αφορά την περίοδο 1999-2004 και περιλαμβάνει εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων, εκκινώντας από τις διαπιστώσεις ότι η διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης διαφέρει μεταξύ των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων, ενώ ταυτόχρονα διαφέρουν και οι μεταβολές των τιμών των επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών. Πράγματι, στη μελέτη παρουσιάζονται υπολογισμοί για τον πληθωρισμό που αντιμετώπισαν κατά την πενταετία 2000-2004 διάφορες ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες διακρίνονται με βάση κριτήρια όπως το επίπεδο εκπαίδευσης, ο βαθμός αστικότητας (κάτοικοι αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών), η θέση στην εργασία (μισθωτοί, αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες), ο τομέας δραστηριότητας, τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά (εργάτες, υπάλληλοι, συνταξιούχοι, άνεργοι, κ.λπ.), η κατανομή και το ύψος της δαπάνης (φτωχότερα, πλουσιότερα και μεσαία νοικοκυριά).
Όπως προκύπτει από την ανάλυση, ο πληθωρισμός κατά την πενταετία 2000-2004 (ακριβέστερα, ο τρόπος με τον οποίο μεταβλήθηκαν στη χώρα μας οι τιμές των επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών σε συνδυασμό με το διαφοροποιημένη διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης των επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων) άσκησε μόνος του αξιόλογη αναδιανεμητική επίδραση εις βάρος κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων και ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, όπως είναι τα άτομα με σχετικά χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού, δηλαδή γενικότερα τα άτομα που αντιμετωπίζουν σχετικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας. Πράγματι, οι ομάδες αυτές έως τους πρώτους μήνες του 2004 αντιμετώπισαν υψηλότερο πληθωρισμό από ό,τι το σύνολο του πληθυσμού και αυτό μπορεί να ερμηνευθεί κυρίως από την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχουν για αυτές τα είδη διατροφής, η στέγαση και τα ποτά-καπνός, η αύξηση των τιμών των οποίων ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερη από το μέσο πληθωρισμό (με εξαίρεση το 2004, όταν καταγράφηκε σημαντική μείωση των τιμών των νωπών οπωροκηπευτικών). Αναφέρεται ενδεικτικά ότι για το 25% των νοικοκυριών που χαρακτηρίζονται φτωχότερα με βάση το ύψος της καταναλωτικής τους δαπάνης ο ετήσιος πληθωρισμός ήταν υψηλότερος κατά 0,3 έως 0,5 της εκατοστιαίας μονάδας από τον πληθωρισμό για το σύνολο του πληθυσμού (δηλαδή τη μεταβολή των τιμών καταναλωτή που επίσημα ανακοινώνεται από την ΕΣΥΕ) τα έτη 2000-2003 (ή 3,7% κατά μέσον ετήσιο όρο, έναντι 3,3% για το σύνολο του πληθυσμού), ενώ - αντίθετα -- το 2004 ήταν χαμηλότερος κατά 0,3 της εκατοστιαίας μονάδας (για το λόγο που προαναφέρθηκε). Ένα άλλο σημαντικό εύρημα της μελέτης είναι ότι την ίδια περίοδο ο ετήσιος πληθωρισμός που αντιμετώπισαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες εργαζομένων, όπως είναι οι μισθωτοί γενικά, καθώς και οι εργάτες ή οι υπάλληλοι στον ιδιωτικό ή στο δημόσιο τομέα, διέφερε ελάχιστα από τον πληθωρισμό για το σύνολο του πληθυσμού (από 0,16 της εκατοστιαίας μονάδας λιγότερο έως 0,12 της εκατοστιαίας μονάδας περισσότερο).
Ακόμη, κατά την εξεταζόμενη περίοδο ο πληθωρισμός επιδείνωσε τους διάφορους κοινωνικούς δείκτες. Συγκεκριμένα, πιθανότατα αύξησε ελαφρά το ποσοστό της φτώχειας και, σε σημαντικότερο βαθμό, τους δείκτες της ανισότητας και το "χάσμα" ή την ένταση της φτώχειας. Κατά συνέπεια, ο μηχανισμός των τιμών αποτελεί ένα πρόσθετο λόγο για παρεμβάσεις οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ενίσχυση των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων.
Ιωάννης Θεοδοσίου και Κωνσταντίνος Πουλιάκας, "Κοινωνικοοικονομικές διαφορές ως προς την εργασιακή ικανοποίηση των υψηλά και χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων στην Ελλάδα".
Η μελέτη εξετάζει κατά πόσον υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς την ποιότητα της απασχόλησης μεταξύ των υψηλά και χαμηλά αμειβόμενων εργαζομένων στην Ελλάδα, έχοντας λάβει υπόψη ότι η ποιότητα της απασχόλησης είναι ένας από τους τρεις πρωταρχικούς στόχους των "κατευθυντήριων γραμμών" της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την απασχόληση, καθώς και ότι εκφράζονται ανησυχίες σχετικά με τις φθίνουσες οικονομικές προοπτικές των εργαζομένων που βρίσκονται στα χαμηλότερα κλιμάκια της κατανομής του εισοδήματος (δηλαδή για ένα φαινόμενο που θεωρείται ότι έχει οδηγήσει στην εμφάνιση μιας αγοράς εργασίας δύο βαθμίδων στην Ευρώπη).
Στη μελέτη χρησιμοποιούνται ως στοιχεία ό,τι δηλώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι όσον αφορά την ικανοποίησή τους από την εργασία τους και με αυτά καταγράφεται προσεγγιστικά η συνολική "ποιότητα" της εργασίας. Από την ανάλυση στοιχείων αυτών (τα οποία περιλαμβάνονται στην Ευρωπαϊκή Έρευνα Νοικοκυριών που καλύπτει και την Ελλάδα) προκύπτει το συμπέρασμα ότι στους χαμηλά αμειβόμενους στην Ελλάδα φαίνεται να επιβάλλεται μια "διπλή ποινή", καθώς οι θέσεις εργασίας τους είναι ταυτόχρονα και κακής ποιότητας. Το γεγονός αυτό, με βάση την περαιτέρω ανάλυση των επιμέρους παραμέτρων των θέσεων εργασίας, απορρέει από την κατά μέσον όρο μικρότερη ικανοποίηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων με την αμοιβή τους και το είδος εργασίας που εκτελούν. Καθίσταται επομένως προφανές ότι οι πολιτικές που επικεντρώνονται στην ποιότητα της απασχόλησης είναι εξίσου σημαντικές με εκείνες που εστιάζονται στο ύψος της παρεχόμενης αμοιβής. Ωστόσο, αυτό απαιτεί το σχεδιασμό ενός κανονιστικού πλαισίου που να υποστηρίζει τη μετακίνηση των εργαζομένων από θέσεις εργασίας χαμηλής αμοιβής και ποιότητας, ενισχύοντας ακριβώς τη δυναμική που οδηγεί σε ποιοτικότερες θέσεις εργασίας και ενθαρρύνοντας την επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων που βρίσκονται παγιδευμένοι σε χαμηλόμισθη απασχόληση χαμηλής ποιότητας. Όπως έχει επισημανθεί και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την επίτευξη αυτού του στόχου θα ήταν πρόσφορες συντονισμένες προσπάθειες για την προαγωγή της διά βίου κατάρτισης και την αναβάθμιση των προσόντων των μισθωτών, τη διευκόλυνση της πρόσβασης των νέων στην αγορά εργασίας, τη δημιουργία ευκαιριών για επαγγελματική εξέλιξη και την ενίσχυση των μέτρων που συμβάλλουν στην εξισορρόπηση της εργασίας με την ατομική και την οικογενειακή ζωή.
* * *
Στο τεύχος επίσης περιλαμβάνονται περιλήψεις των "δοκιμίων εργασίας" τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) ο Τομέας Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Ιουλίου 2004-Ιανουαρίου 2005, στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες, καθώς και παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιουλίου 2004-Ιανουαρίου 2005). Στο παράρτημα δημοσιεύονται τα πλήρη κείμενα δύο αποφάσεων της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων και μιας Πράξης Διοικητή, οι οποίες αφορούν (α) τη διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, (β) την αναγνώριση τίτλων με ειδικά χαρακτηριστικά ως συστατικών μερών των βασικών ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και (γ) την τροποποίηση της ισχύουσας ρύθμισης (ΠΔ/ΤΕ 2442/29.1.1999) σχετικά με την επάρκεια των προβλέψεων των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι απαιτήσεών τους από πιστοδοτήσεις.
Το τεύχος του "Οικονομικού Δελτίου" είναι διαθέσιμο και σε ηλεκτρονική μορφή στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος.