Δέκατο ένατο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος
29/07/2002 - Δελτία Τύπου
Κυκλοφόρησε το τεύχος 19 (Ιούλιος 2002) του “Οικονομικού Δελτίου” της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο “Οικονομικό Δελτίο” δημοσιεύονται 3 μελέτες. Στο τεύχος επίσης περιλαμβάνονται: παράρτημα με τα μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και τις αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την ίδρυση και λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2002), καθώς και στατιστικό τμήμα με βασικούς οικονομικούς δείκτες.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται είναι οι εξής:
Heather D. Gibson (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος) και Νίκος Α. Δεμέναγας (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), "Ο ανταγωνισμός στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα: εμπειρική μελέτη για την περίοδο 1993-1999".
Ο βαθμός ανταγωνισμού που χαρακτηρίζει τον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα εξετάζεται στη μελέτη αυτή με βάση τρεις προσεγγίσεις. Πρώτον, οι μεταβολές, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1990, των μεριδίων αγοράς που κατέχουν οι επιμέρους τράπεζες υποδηλώνουν ότι ο βαθμός ανταγωνισμού αυξήθηκε αισθητά μετά από την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος. Δεύτερον, η στατιστική των Panzer-Rosse (η οποία, υπό ορισμένες παραδοχές, αποτελεί ένα δείκτη του βαθμού ανταγωνισμού) εκτιμήθηκε για την ελληνική τραπεζική αγορά κατά την περίοδο 1993-99 και επίσης υποδηλώνει ότι ο ανταγωνισμός είναι έντονος, ιδιαίτερα όσον αφορά τις τραπεζικές δραστηριότητες που αποφέρουν έσοδα από τόκους (π.χ. χορήγηση δανείων). Τέλος, η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων, μολονότι τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί, παραμένει υψηλή σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι ίσως ο ανταγωνισμός δεν έχει επεκταθεί σε όλους τους τομείς παροχής τραπεζικών υπηρεσιών.
Γιώργος Β. Χονδρογιάννης (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος), "Ιδιωτική αποταμίευση στην Ελλάδα: οικονομικοί και δημογραφικοί προσδιοριστικοί παράγοντες".
Η μελέτη εξετάζει τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ιδιωτικής αποταμίευσης στην Ελλάδα, με βάση ετήσια στοιχεία για την περίοδο 1960-2000. Όσον αφορά τους δημογραφικούς παράγοντες, η εμπειρική ανάλυση δείχνει ότι η παρατηρούμενη "διπλή γήρανση" του πληθυσμού (δηλαδή η μείωση του δείκτη γονιμότητας και η αύξηση του δείκτη γήρανσης) επηρεάζει την ιδιωτική αποταμίευση. Συγκεκριμένα, όπως εκτιμάται οικονομετρικά, η μείωση του δείκτη γονιμότητας συνεπάγεται μείωση της ιδιωτικής αποταμίευσης, ενώ η αύξηση του δείκτη γήρανσης έχει ως συνέπεια την αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης. Η θετική σχέση της γονιμότητας και της γήρανσης με την αποταμίευση ερμηνεύεται με βάση το γεγονός ότι ο θεσμός της οικογένειας είναι ιδιαίτερα ισχυρός στην Ελλάδα. Για το λόγο αυτό, τα ηλικιωμένα μέλη της οικογένειας πολύ συχνά είναι διατεθειμένα να υποστηρίζουν τα νεότερα σε κάθε φάση της ζωής τους. Αυτή η αποταμιευτική συμπεριφορά των ατόμων τρίτης ηλικίας αντανακλά και την υφιστάμενη αβεβαιότητα ως προς την παροχή υπηρεσιών ποιότητας από τους κοινωνικοασφαλιστκούς φορείς. Όσον αφορά τους οικονομικούς παράγοντες, διαπιστώνεται ότι η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημιουργία δημοσιονομικού πλεονάσματος έχουν αρνητική επίδραση στην ιδιωτική αποταμίευση. (Ωστόσο, απορρίπτεται η υπόθεση της "ρικαρδιανής ισοδυναμίας", σύμφωνα με την οποία μια μείωση της δημόσιας αποταμίευσης συνεπάγεται ισόποση αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης.) Τέλος, η ύπαρξη πληθωριστικών πιέσεων, που θεωρούνται δείκτης οικονομικής αβεβαιότητας, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων και η αύξηση του ρυθμού μεταβολής του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος επιδρούν θετικά στην ιδιωτική αποταμίευση. Το τελευταίο αυτό συμπέρασμα υποδηλώνει ότι η πραγματική σύγκλιση της Ελληνικής οικονομίας, η οποία ισοδυναμεί με ταχύτερη άνοδο της παραγωγικότητας και του πραγματικού εισοδήματος, θα επιδράσει θετικά στην αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης.
Ευθύμιος Κ. Γκατζώνας και Καλλιόπη Σ. Νόνικα (Διεύθυνση Νομισματικής Πολιτικής και Τραπεζικών Εργασιών της Τράπεζας της Ελλάδος), "Χαρακτηριστικά αποδεκτών τίτλων και διαχείριση ενεχύρου στο πλαίσιο της χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις κεντρικές τράπεζες".
Κατά τη διενέργεια πράξεων νομισματικής πολιτικής και την παροχή ενδοημερήσιας ρευστότητας στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος, απαιτείται επαρκής κάλυψη μέσω ασφαλειών οι οποίες πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να διασφαλιστούν η προστασία του Ευρωσυστήματος, η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και η ίση μεταχείριση των αντισυμβαλλομένων. Στη μελέτη παρουσιάζονται η δομή του συστήματος διαχείρισης ενεχύρου της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και τα χαρακτηριστικά των αποδεκτών τίτλων – ορισμένες δηλαδή από τις λιγότερο γνωστές παραμέτρους του πλαισίου άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Οι θεσμικές και τεχνικές επιλογές που συνδέονται με την πολιτική δέσμευσης των ασφαλειών για την παροχή ρευστότητας επιδρούν σχεδόν σε κάθε πτυχή του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, για το λόγο αυτό, απασχολούν σε συνεχή βάση τους εμπλεκόμενους φορείς. Ειδικότερα, στη μελέτη αναλύονται οι ακολουθούμενες πρακτικές ενεχύρασης και διαχείρισης τίτλων και ασφαλειών, παρουσιάζονται οι επιλογές ως προς τους εναλλακτικούς τρόπους εγχώριας και διασυνοριακής δέσμευσής τους από τις κεντρικές τράπεζες και περιγράφεται η σύνδεση των εν λόγω θεμάτων με τις παρατηρούμενες εξελίξεις στο χώρο των συστημάτων διακανονισμού τίτλων. Από την ανάλυση προκύπτει ότι η διαθεσιμότητα, η ποιότητα και τα άλλα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων ασφαλειών είναι άμεσα συνυφασμένα με την καθημερινή λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τον τρόπο διαχείρισης κινδύνων των χαρτοφυλακίων τους, με τις συνθήκες ρευστότητας στις αγορές χρήματος, καθώς και με τις καινοτομίες των συστημάτων υποδομής των εποπτευόμενων αγορών κεφαλαίων. Πέραν της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στο θέμα αυτό, καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις θα διαδραματίσουν οι πρωτοβουλίες των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα τελευταία, στην προσπάθεια τους να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους, αναμένεται ότι θα προσαρμόσουν την εσωτερική διαχείριση ενεχύρου, αναπτύσσοντας παράλληλα τις απαιτούμενες χρηματοπιστωτικές καινοτομίες και υιοθετώντας εναλλακτικές πρακτικές συνολικής διαχείρισης των κινδύνων.