Εναρκτήρια Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Α. Προβόπουλου στην παρουσίαση της Έκθεσης της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011
01/06/2011 - Ομιλίες
Θα ήθελα κατ’ αρχάς να σας καλωσορίσω και να σας ευχαριστήσω που παρευρίσκεστε στη σημερινή εκδήλωση, σκοπός της οποίας είναι η παρουσίαση των αποτελεσμάτων μιας φιλόδοξης πρωτοβουλίας που ανέλαβε η Τράπεζα της Ελλάδος για την εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Όπως γνωρίζετε, οι κεντρικές τράπεζες δεν συνηθίζουν να ασχολούνται με θέματα του περιβάλλοντος, αφού η κύρια αποστολή τους είναι η διαφύλαξη της νομισματικής σταθερότητας. Θεώρησα όμως πως το θέμα του περιβάλλοντος αξίζει μεγαλύτερης προσοχής, ιδιαίτερα σε μία χώρα η οποία δεν έχει συνηθίσει να μελετά ζητήματα που από τη φύση τους εκτείνονται σε μεγάλο χρονικό βάθος στο μέλλον.
Πριν από σχεδόν δύο χρόνια, όταν ανακοινώσαμε την πρωτοβουλία σύστασης της Επιτροπής μελέτης, η ανάγκη δράσης κατά των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ήταν επιτακτική. Όχι όμως τόσο επιτακτική όσο είναι σήμερα. Μέσα στα δύο αυτά χρόνια γίναμε μάρτυρες της εξελισσόμενης κλιματικής αλλαγής και των σημαντικών επιπτώσεών της σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και μιας οικονομικής κρίσης που δεν αφήνει να γίνει κατανοητό το μακροπρόθεσμο όφελος των επενδύσεων σε ενέργειες προσαρμογής για την κλιματική αλλαγή.
Με την έκδοση της Έκθεσης, η Τράπεζα της Ελλάδος, ανταποκρινόμενη στον ευρύτερο θεσμικό ρόλο της και την παράδοση ενασχόλησης με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, συμβάλλει στην κάλυψη του κενού τεκμηριωμένης επιστημονικής ανάλυσης και πληροφόρησης για το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, των επιπτώσεών της και των τρόπων αντιμετώπισής της.
Η Έκθεση που παρουσιάζεται σήμερα αποτελεί την πρώτη προσπάθεια ολοκληρωμένης μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα, ειδικότερα[:] του κόστους της κλιματικής μεταβολής για την οικονομία, του κόστους μέτρων προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο κλίμα, καθώς και του κόστους της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, στο πλαίσιο της παγκόσμιας προσπάθειας για μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Στο έργο αυτό, για πρώτη φορά συνεργάστηκαν επί διετία ομάδες από διαφορετικές επιστημονικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένων φυσικών της ατμόσφαιρας, κλιματολόγων, γεωφυσικών, ειδικών στους τομείς της γεωργίας, των δασών και της αλιείας, ειδικών σε θέματα υδάτινων αποθεμάτων, τουρισμού, δομημένου περιβάλλοντος και ενέργειας, καθώς και οικονομολόγων και κοινωνιολόγων.
Τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν την ανάγκη θωράκισης της Ελλάδος έναντι των κινδύνων της κλιματικής μεταβολής και υιοθέτησης της κατάλληλης μακροχρόνιας στρατηγικής. Οι επερχόμενες κλιματικές μεταβολές επηρεάζουν και θα επηρεάσουν την οικονομία και την κοινωνία. Όμως το κόστος αντιμετώπισης των αλλαγών αυτών είναι κατά πολύ μικρότερο από εκείνο που θα προκύψει αν αφήσουμε την κλιματική αλλαγή να εξελιχθεί χωρίς καμία προληπτική παρέμβαση. Παράλληλα, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί η εκδήλωση ακραίων κλιματικών επιπτώσεων στο μέλλον, η υιοθέτηση μακροχρόνιας στρατηγικής και μέτρων προσαρμογής έχει επιπλέον το χαρακτήρα της ασφάλισης έναντι τέτοιων ενδεχομένων και επομένως είναι σκόπιμη και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της ανάλυσης κόστους-οφέλους.
Η σημερινή δυσχερής οικονομική συγκυρία φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δημιουργεί εμπόδια σχετικά με την εξασφάλιση των κεφαλαίων που θα απαιτηθούν για την εφαρμογή πολιτικών μετριασμού της κλιματικής αλλαγής και προσαρμογής σ’ αυτήν. Όμως, στο μέτρο που οι πολιτικές αυτές αξιοποιούνται ως ευκαιρίες νέων δραστηριοτήτων και ανάπτυξης, μπορεί να αποτελέσουν μέρος της στρατηγικής που θα συμβάλει στην ταχύτερη έξοδο από την οικονομική κρίση. Με άλλα λόγια, η υιοθέτηση πολιτικών μετριασμού και προσαρμογής, αν και φαινομενικά παρεμποδίζεται από το σημερινό οξύ πρόβλημα της οικονομίας, μπορεί πράγματι να συμβάλει στη λύση του.
Η μελέτη δεν απέδειξε μόνο την ανάγκη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ανέδειξε επίσης την ανάγκη για συνέχιση της έρευνας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ως Τράπεζα της Ελλάδος, σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια ενημέρωσης και συμβολής στο εν λόγω πεδίο. Η εξαιρετικά χρήσιμη έρευνα που παρουσιάζομε σήμερα θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι είναι μόνον η αφετηρία, το πρώτο βήμα δηλαδή μιας προσπάθειας που θα συνεχιστεί και καθ’ οδόν θα εμπλουτίζεται και θα επεκτείνεται. Ο ορίζοντας υπερβαίνει κατά πολύ τις δυσμενείς συνθήκες της σημερινής συγκυρίας και δείχνει την πίστη μας στο μέλλον της οικονομίας, αλλά και στην ανάγκη ουσιαστικής αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Θεωρώ ευτυχή συνέπεια της πρωτοβουλίας μας αυτής την ευκαιρία που δόθηκε σε ειδικούς από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους για πρώτη φορά να συνεργαστούν για τη μελέτη του σύνθετου προβλήματος. Αυτό αποτελεί ένα πολύ θετικό παράδειγμα για το επιστημονικό δυναμικό της χώρας.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου να προσθέσω κάτι ακόμη. Παρ’ όλα όσα ήδη ανέφερα στην αρχή, μερικοί μπορεί να διερωτηθούν τι νόημα έχει, στη σημερινή συγκυρία, η ενασχόληση της Τράπεζας της Ελλάδος με την κλιματική αλλαγή. Θα τους απαντούσα ότι η δημοσίευση μιας έκθεσης που αναλύει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ελληνική οικονομία και τις πολιτικές αντιμετώπισής της κατά τα επόμενα ενενήντα χρόνια αποτελεί και μια ξεκάθαρη απάντηση στα διάφορα απίθανα και γελοία σενάρια που κυκλοφορούν τον τελευταίο καιρό. Υπενθυμίζω ότι όλοι οι υπολογισμοί στις αναλύσεις κόστους-οφέλους που περιλαμβάνονται στην Έκθεση γίνονται σε ευρώ.
Προτού δώσω το λόγο στους επόμενους ομιλητές, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμότατα όλους τους εκλεκτούς επιστήμονες που συμμετείχαν ενεργά σε μια τόσο φιλόδοξη συλλογική προσπάθεια, και μάλιστα χωρίς αμοιβή, αλλά με περίσσευμα καρδιάς και αγάπης για το μεγάλο έργο που εκλήθησαν να υλοποιήσουν.