Ομιλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νικολάου Χ. Γκαργκάνα στη Θεσσαλονίκη
12/12/2005 - Ομιλίες
Χαίρομαι που η σημερινή
συνάντηση μου δίνει την ευκαιρία να
αναφερθώ στις οικονομικές εξελίξεις και
προοπτικές και να διατυπώσω ορισμένες
σκέψεις για το πώς η οικονομική πολιτική, οι
κοινωνικοί εταίροι και γενικότερα οι
παραγωγικοί φορείς μπορούν να συμβάλουν
στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της
ελληνικής οικονομίας και - τελικά - στη
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
1. Το διεθνές περιβάλλον και η
ενιαία νομισματική πολιτική
Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης της
οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως και
του όγκου του διεθνούς εμπορίου δείχνουν
ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον
παρέμεινε γενικά ευνοϊκό το 2005, ενώ και για
το 2006 οι προβλέψεις είναι ευνοϊκές. Στη ζώνη
του ευρώ ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ
επιβραδύνεται εφέτος στο 1,4%, σύμφωνα με τις
τελευταίες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ. Το 2006 όμως ο
ΟΟΣΑ προβλέπει επιτάχυνση στο 2,1%. Ο
πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε και
έφθασε το 2,6% το Σεπτέμβριο, αλλά υποχώρησε
ελαφρά στο 2,4% το Νοέμβριο. Για ολόκληρο το
2005, ο μέσος πληθωρισμός αναμένεται ότι θα
διαμορφωθεί σε επίπεδο υψηλότερο του 2% (στο
2,1-2,3% σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες του
Ευρωσυστήματος), κυρίως λόγω της ανόδου της
τιμής του πετρελαίου. Σύμφωνα όμως με τις
πιο πρόσφατες προβολές, ο πληθωρισμός το 2006
και το 2007 δεν είναι βέβαιο αν θα υποχωρήσει
κάτω του 2%.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε
την 1η Δεκεμβρίου να αυξήσει κατά 0,25 της
εκατοστιαίας μονάδας τα βασικά επιτόκια
της ΕΚΤ, που είχαν μείνει αμετάβλητα σε
ιστορικώς χαμηλά επίπεδα από τον Ιούνιο του
2003. Με δυο λόγια, το Διοικητικό Συμβούλιο
της ΕΚΤ έκρινε ότι είναι αυξημένοι οι
κίνδυνοι για τη σταθερότητα των τιμών. Γι'
αυτό θεωρήθηκε επιβεβλημένη μια προσαρμογή
της νομισματικής πολιτικής που θα μπορέσει
να συμβάλει ώστε τα νοικοκυριά, οι
εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις, οι αγορές να
συνεχίσουν να προσδοκούν ότι ο πληθωρισμός
θα διατηρείται, μεσοπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα, σε επίπεδο συμβατό με τη
σταθερότητα των τιμών (δηλαδή σε επίπεδο
κάτω αλλά πλησίον του 2%) και να διαμορφώνουν
ανάλογα την οικονομική τους συμπεριφορά.
Όσον αφορά την κατεύθυνση της νομισματικής
πολιτικής της ΕΚΤ στο μέλλον, θα επαναλάβω
τη θέση του Διοικητικού Συμβουλίου όπως
εκφράστηκε στην τελευταία του συνεδρίαση.
Όπως έχει δηλώσει ο Πρόεδρος Τρισέ, και όπως
ανέφερα σε δηλώσεις μου την Παρασκευή, το
Διοικητικό Συμβούλιο δεν αποφάσισε εκ των
προτέρων να προβεί σε μια σειρά αυξήσεων
των επιτοκίων. Η απόφασή μας την 1η
Δεκεμβρίου να αυξήσουμε τα επιτόκια
βασίστηκε στην ανάγκη να περιοριστεί η
νομισματική διευκόλυνση, υπό το φως των
αυξημένων κινδύνων για τη σταθερότητα των
τιμών. Θα εξακολουθήσουμε να
παρακολουθούμε στενά όλες τις εξελίξεις ως
προς τους κινδύνους για τη σταθερότητα των
τιμών και οποιεσδήποτε αποφάσεις στο
μέλλον θα αποσκοπούν στη διασφάλιση της
σταθερότητας των τιμών.
2. Εξελίξεις και προοπτικές
της ελληνικής οικονομίας
Όσον αφορά την Ελλάδα, η
ανάλυση των τρεχουσών εξελίξεων οδηγεί σε
ορισμένες θετικές διαπιστώσεις.
Πρώτον, η αύξηση του πληθωρισμού
εφέτος, που οφείλεται σε έκτακτους
παράγοντες, είναι μικρότερη από ό,τι
αρχικά αναμενόταν, ενώ η αύξηση του ακαθάριστου
εγχώριου προϊόντος είναι μεγαλύτερη
από ό,τι αναμενόταν.
Ειδικότερα, η αύξηση του
πληθωρισμού οφείλεται στην άνοδο της τιμής
του πετρελαίου διεθνώς και στην
αναπροσαρμογή των συντελεστών του φόρου
προστιθέμενης αξίας και ορισμένων άλλων
έμμεσων φόρων που αναγγέλθηκε στις 29
Μαρτίου του 2005. Ωστόσο, η συγκράτηση της
αύξησης του πληθωρισμού αντανακλά το
γεγονός ότι τελικά οι επιχειρήσεις
απορρόφησαν ένα μέρος της αναπροσαρμογής
της έμμεσης φορολογίας, καθώς και τη
σχετικά μικρή άνοδο των τιμολογίων των
επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και την
αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς από
το Υπουργείο Ανάπτυξης και την Επιτροπή
Ανταγωνισμού. Οι τελευταίες εκτιμήσεις μας
είναι ότι για ολόκληρο το έτος ο μέσος
πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου ΔΤΚ)
θα διαμορφωθεί στο 3,5%, από 3,0% πέρυσι, ενώ
αντίθετα ο πυρήνας του πληθωρισμού, που δεν
περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και
των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής, θα
υποχωρήσει ελαφρά στο 3,2%, από 3,4% το 2004.
Όσον αφορά την αύξηση του ΑΕΠ, με
τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας
εκτιμούμε ότι θα διαμορφωθεί γύρω στο 3,5%
εφέτος, ενώ προ μερικών μηνών οι προβλέψεις
της Τράπεζας της Ελλάδος ήταν για αύξηση
μικρότερη μέχρι και μισή εκατοστιαία
μονάδα. Επίσης, η απασχόληση αυξάνεται,
κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, και το
ποσοστό ανεργίας μειώνεται, παραμένοντας
όμως υψηλό.
Για το 2006, δεν έχουν ακόμη
ολοκληρωθεί οι προβλέψεις της Τράπεζας της
Ελλάδος. Οι διεθνείς οργανισμοί πάντως
αναμένουν ότι ο μεν πληθωρισμός θα
υποχωρήσει ελαφρά (στο 3,1% κατά την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο 3,4% κατά τον ΟΟΣΑ),
ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης θα παραμείνει υψηλός
(στο 3,4% κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο 3,3%
κατά τον ΟΟΣΑ).
Δεύτερον, η εξέλιξη των δημοσιονομικών
μεγεθών, όπως καταγράφεται στην
εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του
2006, δείχνει ότι, παρά τη σημαντική υστέρηση
των φορολογικών εσόδων, επιτεύχθηκε
αξιόλογη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των
πρωτογενών δαπανών και ότι η κατεύθυνση της
δημοσιονομικής πολιτικής αντιστρέφεται
εφέτος και γίνεται περιοριστική,
συμβάλλοντας έτσι σε διόρθωση των
δημοσιονομικών ανισορροπιών και, έμμεσα, σε
συγκράτηση της ανόδου του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό που
κατατέθηκε στη Βουλή στις 21 Νοεμβρίου, το
έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης
περιορίζεται εφέτος σε 4,3% του ΑΕΠ (χωρίς
τιτλοποίηση ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του
Δημοσίου), από 6,6% του ΑΕΠ του 2004, και
προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω σε 2,6% του
ΑΕΠ το 2006. Υπενθυμίζω ότι στο αναθεωρημένο
Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας
και Ανάπτυξης που είχε καταρτίσει η
κυβέρνηση τον περασμένο Μάρτιο το έλλειμμα
είχε εκτιμηθεί σε 6,1% το 2004 και προβλεπόταν
να μειωθεί σε 3,5% εφέτος και σε 2,8% το 2006.
3. Διαρθρωτικές αδυναμίες και
προβλήματα της ελληνικής οικονομίας
Ταυτόχρονα όμως με τις θετικές
αυτές εξελίξεις αυτές, παραμένουν
ορισμένες σοβαρές αδυναμίες και
διαρθρωτικά προβλήματα της
ελληνικής οικονομίας, που απαιτούν
ιδιαίτερη προσοχή.
Στην πενταετία (που
συμπληρώνεται σε λίγες μέρες) από τότε που η
Ελλάδα υιοθέτησε το ενιαίο ευρωπαϊκό
νόμισμα, ο πληθωρισμός στη χώρα μας
διαμορφώθηκε στο 3,5% περίπου κατά μέσον όρο
-- σταθερά υψηλότερος δηλαδή από το μέσο
πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ, που ήταν της
τάξεως του 2%. Η διαφορά αυτή εν μέρει
αντανακλά τις επιδράσεις της διαδικασίας
πραγματικής σύγκλισης στην οποία βρίσκεται
η ελληνική οικονομία. Επίσης αντανακλά τις
ασύμμετρες επιδράσεις των διακυμάνσεων της
τιμής του αργού πετρελαίου, τις διαφορές ως
προς το βαθμό ευκαμψίας των αγορών
προϊόντων και εργασίας, οι οποίες
μεγεθύνουν τις πληθωριστικές επιδράσεις
εξωτερικών ή εσωτερικών διαταραχών, αλλά
και τις επιδράσεις στις τιμές από τη
σημαντική χαλάρωση των νομισματικών
συνθηκών στην Ελλάδα, η οποία ήταν
αναπόφευκτη συνέπεια της ένταξής της στη
ζώνη του ευρώ.
Επίσης, το ποσοστό ανεργίας
παραμένει σε απαράδεκτα υψηλό επίπεδο (10%
κατά μέσον όρο το πρώτο εξάμηνο εφέτος),
παρόλο που ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης την
τελευταία εξαετία το 4%. Αυτό υποδηλώνει ότι
το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό, δηλαδή
συνδέεται με δυσκαμψίες της ελληνικής
οικονομίας.
Ανησυχητικό είναι ακόμη το
γεγονός ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου
τρεχουσών συναλλαγών, ενώ -- σύμφωνα με την
νέα παρουσίαση, που δεν περιλαμβάνει το
ισοζύγιο κεφαλαιακών μεταβιβάσεων -- πέρυσι
είχε μειωθεί στο 6,3% του ακαθάριστου
εγχώριου προϊόντος από 7,2% το 2003, αναμένεται
να αυξηθεί και πάλι εφέτος και να
προσεγγίσει το 7,5% του ΑΕΠ. Η διαμόρφωση του
ελλείμματος αυτού γύρω στο 7% του ΑΕΠ επί
αρκετά χρόνια δείχνει ότι υπάρχει στη χώρα
μας σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας,
που έχει δύο πλευρές: το επίπεδο της
ανταγωνιστικότητας είναι χαμηλό,
αντανακλώντας τις διαρθρωτικές αδυναμίες
της ελληνικής παραγωγής, και η
ανταγωνιστικότητα μειώνεται τα
τελευταία χρόνια, σε σημαντικό βαθμό επειδή
ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει
υψηλότερος από τον πληθωρισμό στη ζώνη του
ευρώ ως σύνολο καθώς και σε άλλες χώρες με
τις οποίες η Ελλάδα ανταγωνίζεται στο
διεθνές εμπόριο.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι,
σύμφωνα με ορισμένους νέους υπολογισμούς,
αν γίνει σύγκριση με 27 χώρες που είναι οι
κυριότεροι εμπορικοί μας εταίροι και αφού
ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των
συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι σχετικές
τιμές καταναλωτή της Ελλάδος αυξήθηκαν
σωρευτικά την τελευταία πενταετία κατά 13%
περίπου (σε κοινό νόμισμα), ενώ το σχετικό
κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη
μεταποίηση αυξήθηκε σωρευτικά κατά 29%: οι αυξήσεις
αυτές των σχετικών τιμών ή του σχετικού
κόστους σε κοινό νόμισμα υποδηλώνουν
αντίστοιχη μείωση της
ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές.
Εξάλλου, σύμφωνα με την τελευταία
έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ
για την ανταγωνιστικότητα (World Economic Forum, Global
Competitiveness Report 2005-2006, Σεπτέμβριος 2005), με βάση
το "δείκτη της ανταγωνιστικότητας για
ανάπτυξη" η Ελλάδα κατατάσσεται εφέτος
στην 46η θέση μεταξύ 117 χωρών, δηλαδή εννέα
θέσεις χαμηλότερα από πέρυσι (όταν είχε
καταταγεί 37η μεταξύ 104 χωρών), και υστερεί
έναντι όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
των 25 εκτός της Ιταλίας και της Πολωνίας.
Επίσης, με βάση το "δείκτη της
επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας" η
Ελλάδα επέτυχε μόνο οριακή βελτίωση, εφόσον
κατατάσσεται στην 40ή θέση μεταξύ 116 χωρών,
δηλαδή μία θέση υψηλότερα από πέρυσι (όταν
είχε καταταγεί 41η μεταξύ 103 χωρών).
4. Συμπεράσματα πολιτικής
Για τους λόγους αυτούς, η
επίτευξη και διασφάλιση της σταθερότητας
των τιμών στη χώρα μας πρέπει να αποτελεί
βασική επιδίωξη -- μεταξύ άλλων για να
σταματήσει η διάβρωση της
ανταγωνιστικότητας και για να αποτραπούν
δυσμενείς συνέπειες για το ρυθμό ανάπτυξης
και για την απασχόληση.
Η ενιαία νομισματική πολιτική
όμως αποσκοπεί στο να διασφαλίσει
πληθωρισμό ελαφρά χαμηλότερο του 2%
μεσοπρόθεσμα στη ζώνη του ευρώ
ως σύνολο και όχι σε επιμέρους
χώρες. Γι' αυτό δεν μπορεί μόνη της να
οδηγήσει στην εξάλειψη της διαφοράς
πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδος και της ζώνης
του ευρώ ως συνόλου. Κατ' ανάλογο τρόπο, η
υιοθέτηση του ευρώ και η νομισματική και
συναλλαγματική σταθερότητα που αυτή
συνεπάγεται επηρεάζουν μεν ευνοϊκά αλλά
δεν εξασφαλίζουν την προοπτική να
διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της
ελληνικής οικονομίας μακροχρόνια. Η
επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και η
εξασφάλιση ταχύρρυθμης ανάπτυξης θα
εξαρτηθούν σε σημαντικό βαθμό από την
άσκηση πρόσφορης εθνικής οικονομικής
πολιτικής και από τη συμβολή των κοινωνικών
εταίρων. Συγκεκριμένα, θα εξαρτηθούν από
την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής που θα
έχει ως στόχο την ολοκλήρωση της
δημοσιονομικής εξυγίανσης, από την άσκηση
πολιτικής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που
θα αποσκοπεί στη συνεχή βελτίωση της
παραγωγικότητας και στην ενίσχυση του
εξαγωγικού προσανατολισμού και της
διεθνούς ανταγωνιστικότητας της
οικονομίας, καθώς και από τη συμβολή των
κοινωνικών εταίρων στη διαμόρφωση
μισθολογικών αυξήσεων και τιμολογιακής
πολιτικής που θα είναι συμβατές με τη
σταθερότητα των τιμών και με τη βελτίωση
της ανταγωνιστικότητας.
Ειδικότερα, οι προσπάθειες δημοσιονομικής
προσαρμογής πρέπει να συνεχιστούν τα
επόμενα έτη. Μετά από τη μεγάλη μείωση του
δημοσιονομικού ελλείμματος το 2005, η μείωση
που ορθά τίθεται ως στόχος με τον
προϋπολογισμό του 2006 πρέπει να επιτευχθεί
με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Επιπλέον,
απαιτείται μόνιμη περαιτέρω
βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, όχι μόνο
για να τηρηθούν οι αρχές του Συμφώνου
Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να
συμμορφωθεί η χώρα με όσα προβλέπονται στην
απόφαση του Συμβουλίου των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών (ECOFIN) της ΕΕ της
17ης Φεβρουαρίου 2005 (στο πλαίσιο της
Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος), αλλά
και για άλλους λόγους. Συγκεκριμένα, το ύψος
του δημόσιου χρέους (109,3% του ΑΕΠ το 2004), σε
συνδυασμό με την προβλεπόμενη αύξηση των
δαπανών που σχετίζονται με τη γήρανση του
πληθυσμού, καθιστά αναγκαία και επείγουσα
τη δημοσιονομική προσαρμογή, έτσι ώστε να
μειωθεί το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ
στο 60% το αργότερο μέχρι το 2015, όταν οι
δαπάνες για συντάξεις θα αρχίσουν να
αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η σταδιακή
μείωση του δημόσιου χρέους απαιτεί την
επίτευξη σημαντικών πρωτογενών
πλεονασμάτων τα επόμενα έτη, κυρίως με τον
περιορισμό των πρωτογενών τρεχουσών
δαπανών σε μόνιμη βάση και με τη μείωση της
φοροδιαφυγής ώστε να αυξηθούν τα έσοδα.
Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να μεταβληθεί
η διάρθρωση τόσο των δαπανών όσο και των
εσόδων. Με τον τρόπο αυτό, πρώτον, θα
υπάρξουν επαρκείς πόροι για τη
χρηματοδότηση των αναγκαίων δημόσιων
επενδύσεων σε υποδομές και ανθρώπινο
κεφάλαιο και, δεύτερον, θα καταστεί δυνατή η
περαιτέρω μείωση των συντελεστών της
άμεσης φορολογίας. Με βάση αυτές τις
κατευθύνσεις, η μείωση των ελλειμμάτων,
η οποία είναι απαραίτητη για τη μόνιμη
βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης, θα συμβάλει
και στη μείωση του πληθωρισμού
και την επίτευξη σταθερότητας
των τιμών, καθώς και στην
ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης
και στην εδραίωση της μακροοικονομικής
σταθερότητας, οι οποίες αποτελούν
προϋποθέσεις για τη διατήρηση
υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης
μακροχρόνια.
Όσον αφορά τη συμβολή των κοινωνικών
εταίρων στη μείωση του πληθωρισμού και
στην επίτευξη σταθερότητας των τιμών,
δηλαδή -- με βάση τον ορισμό της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας - πληθωρισμού κάτω αλλά
πλησίον του 2%, οι προτάσεις που έχουν
διατυπωθεί επανειλημμένα από την Τράπεζα
της Ελλάδος είναι οι εξής: Πρώτον, οι
αυξήσεις των συμβατικών αποδοχών που
προκύπτουν από τις συλλογικές
διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών
εταίρων πρέπει να συνεπάγονται ότι ο ρυθμός
ανόδου των ονομαστικών μέσων ακαθάριστων
αποδοχών θα συγκλίνει σταδιακά προς το
άθροισμα του ρυθμού ανόδου της
παραγωγικότητας στην Ελλάδα και του μέσου
πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ (και όχι στην
Ελλάδα), έως ότου ουσιαστικά εξαλειφθεί η
διαφορά πληθωρισμού μεταξύ της Ελλάδος και
της ζώνης του ευρώ και επιτευχθεί η
σταθερότητα των τιμών. Δεύτερον, είναι
απαραίτητο να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός
στις αγορές προϊόντων, ώστε τα περιθώρια
κέρδους να διαμορφώνονται σε κανονικά
επίπεδα.
Για να εκτιμηθεί η σημασία που
έχει για τη μείωση του πληθωρισμού η
εφαρμογή των ανωτέρω προτάσεων που αφορούν
τη διαμόρφωση των αυξήσεων των ονομαστικών
μέσων ακαθάριστων αποδοχών και των
περιθωρίων κέρδους, οι υπηρεσίες της
Τράπεζας της Ελλάδος έκαναν ορισμένες
οικονομετρικές "προσομοιώσεις", τα
αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύθηκαν στην
Έκθεση που υποβάλαμε τον Οκτώβριο στη Βουλή.
Αυτά δείχνουν ότι, εάν είχαν ακολουθηθεί
όσα υποστηρίζει η Τράπεζα της Ελλάδος
σχετικά με τη διαμόρφωση τόσο των
μισθολογικών αυξήσεων όσο και των
περιθωρίων κέρδους, ο πληθωρισμός θα
μπορούσε να είχε πέσει στο 1% περίπου το 2004,
ενώ εφέτος θα αυξανόταν βέβαια λόγω της
ανόδου της τιμής του πετρελαίου και της
αναπροσαρμογής των συντελεστών του ΦΠΑ,
αλλά πάντως θα παρέμενε χαμηλότερος από το
2%. Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι
μικρότερες αυξήσεις των ονομαστικών μισθών
συμβάλλουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό και
μεγαλύτερη άνοδο του ΑΕΠ και της
απασχόλησης, χωρίς να είναι αισθητά
μικρότερη η αύξηση των μέσων
πραγματικών μισθών. Εξάλλου, η
κατά τι μικρότερη αύξηση των
μέσων πραγματικών μισθών υπεραντισταθμίζεται
από τη μεγαλύτερη αύξηση της
απασχόλησης, και έτσι το συνολικό
πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων
αυξάνεται περισσότερο. Κατ' ανάλογο
τρόπο ευεργετικές είναι οι επιδράσεις στα
βασικά μεγέθη της οικονομίας από
παρεμβάσεις για την ενίσχυση του
ανταγωνισμού που συμβάλλουν στη μείωση των
περιθωρίων κέρδους όπου αυτά είναι
υπερβολικά υψηλά. Δηλαδή αν είχαν γίνει
αυτά που επί χρόνια τώρα εισηγούμαστε και
για τα οποία πολλές φορές έχουμε - άδικα,
κατά την άποψή μου -- επικριθεί, θα είχαμε
σήμερα σταθερότητα των τιμών και, επιπλέον, δεν
θα συνεχιζόταν η απώλεια
ανταγωνιστικότητας, αλλά θα είχαμε
επανακτήσει μέρος της ανταγωνιστικότητας
που απωλέσαμε τα προηγούμενα χρόνια.
Επομένως, είναι ιδιαίτερα
σημαντικό τόσο η κυβερνητική πολιτική για
τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων όσο και
οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των
κοινωνικών εταίρων κατά τους επόμενους
μήνες να συμβάλουν ώστε οι ονομαστικές
αυξήσεις των μέσων ακαθάριστων αποδοχών
στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για την
περίοδο 2006-2007 να είναι συμβατές με την
επίτευξη σταθερότητας των τιμών. Για τον
ίδιο λόγο, πρέπει να συνεχιστεί η πολιτική
για την ενίσχυση των συνθηκών ανταγωνισμού.
Έρχομαι έτσι στην ανάγκη για
περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις,
ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση υψηλών
ρυθμών ανάπτυξης στο μέλλον. Η διατήρηση
υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ θα απαιτήσει
μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας
από μια οικονομία της οποίας η ανάπτυξη
βασίζεται κυρίως στην εγχώρια ζήτηση, όπως
συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, σε μια
οικονομία όπου η προσφορά ανταποκρίνεται
πιο αποτελεσματικά στις μεταβαλλόμενες
οικονομικές συνθήκες και μπορεί να
αντιμετωπίζει με επιτυχία τον εντεινόμενο
ανταγωνισμό στις παγκόσμιες αγορές, έτσι
ώστε ο εξωτερικός τομέας να αναδειχθεί σε
βασικό προωθητικό παράγοντα ανάπτυξης.
Ασφαλώς έχουν γίνει σημαντικά
βήματα στον τομέα των διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων και από την προηγούμενη
κυβέρνηση και από τη σημερινή κυβέρνηση.
Δεν είναι όμως αρκετά. Χρειάζεται να γίνουν
ακόμη πολλά, ώστε, πρώτον (όπως ήδη ανέφερα),
να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και να γίνει
πιο αποτελεσματική η λειτουργία των αγορών,
δεύτερον, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα, η
οποία είναι το κλειδί όχι μόνο για τη
βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αλλά σε
τελευταία ανάλυση για την αύξηση του
βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας μας
και, τρίτον, να αυξηθεί το παραγωγικό
δυναμικό.
Ιδιαίτερη σημασία έχει να
ληφθούν εγκαίρως μέτρα πολιτικής για την
αντιμετώπιση του μείζονος προβλήματος που
διαγράφεται στο μέλλον - της γήρανσης του
πληθυσμού. Οι επιδράσεις της γήρανσης του
πληθυσμού στις δαπάνες για συντάξεις και
υγειονομική περίθαλψη προβλέπεται να
λάβουν μεγάλες και αυξανόμενες διαστάσεις
μετά το 2015 και να είναι αναλογικά οι
μεγαλύτερες (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στη ζώνη
του ευρώ. Σοβαρές εξάλλου μπορεί να είναι οι
αρνητικές επιδράσεις στο εργατικό δυναμικό
και στην παραγωγικότητα. Γι' αυτό, κατ' αρχήν
είναι ανάγκη να εφαρμοστεί πολιτική για την
ενίσχυση της γεννητικότητας. Επιβάλλεται
ταυτόχρονα μια σφαιρική προσέγγιση για την
αποτελεσματική αντιμετώπιση του
προβλήματος. Ασφαλώς απαιτείται
δημοσιονομική προσαρμογή για αύξηση των
πρωτογενών πλεονασμάτων, μείωση του
δημόσιου χρέους και εξοικονόμηση δαπανών
για πληρωμές τόκων. Όμως η αντιμετώπιση των
επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού στις
δημόσιες δαπάνες δεν μπορεί να στηριχθεί
μόνο σε περικοπές άλλων δαπανών ή
φορολογικές αυξήσεις, καθώς αυτό θα
υπονόμευε την οικονομική ανάπτυξη και την
παροχή στοιχειωδών δημόσιων υπηρεσιών.
Επιπρόσθετα χρειάζονται μέτρα πολιτικής
για τη μείωση του ποσοστού ανεργίας και την
αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, μεταξύ
άλλων με την ενθάρρυνση της συμμετοχής των
νέων, των γυναικών και των μεταναστών στην
απασχόληση, αλλά και μέσω της αύξησης της
μέσης πραγματικής ηλικίας αποχώρησης από
την εργασία. Και, βεβαίως, είναι απαραίτητη
η έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης. Πρέπει λοιπόν να
προχωρήσει το συντομότερο ο διάλογος για τη
μεταρρύθμιση αυτή.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα
στοιχεία δυσκαμψίας στη λειτουργία της
αγοράς εργασίας. Ο πρόσφατος νόμος για το
κόστος των υπερωριών και τη διευθέτηση του
χρόνου εργασίας αντιμετωπίζει ορισμένα από
τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν
επισημάνει οι επιχειρήσεις. Επομένως
μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία
και να συμβάλει έτσι σε αύξηση της
απασχόλησης. Ωστόσο, σε μιας εποχή
σημαντικών αναδιαρθρώσεων της παραγωγής,
όπως είναι σημερινή, είναι σκόπιμο να
εντοπιστούν και τυχόν άλλα εμπόδια στην
κινητικότητα της εργασίας, τόσο από μια
επιχείρηση σε μια άλλη όσο και από ένα κλάδο
οικονομικής δραστηριότητας σε έναν άλλο.
Όταν οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με
πλεονάζον προσωπικό, υπάρχει πάντοτε ο
κίνδυνος να οδηγηθούν σε διακοπή της
λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα
πολλαπλάσια απώλεια θέσεων εργασίας.
Αντίθετα, η δυνατότητα προσαρμογής του
επιπέδου της απασχόλησης μπορεί, σε
τελευταία ανάλυση, να είναι επωφελέστερη
για όλους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι
λειτουργούν ρυθμίσεις ασφαλείας για όσους
θα θιγούν κατά τη μεταβατική περίοδο.
* * *
Ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα. Οι
νέες τεχνολογίες επιταχύνουν την
αναδιάρθρωση των οικονομιών, καθώς
ολόκληροι κλάδοι συρρικνώνονται, ενώ
καινούργιοι αναδύονται. Ταυτόχρονα, οι
οικονομίες - ανάμεσά τους και η ελληνική -
υφίστανται τους κραδασμούς από την
ανταγωνιστική πίεση που προέρχεται από την
παγκοσμιοποίηση. Ένα παράδειγμα γνωστό σε
όλους είναι η αυξανόμενη παρουσία
κινεζικών προϊόντων στην ελληνική αγορά.
Ένα άλλο είναι η ένταση του ανταγωνισμού
στη διευρυμένη αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης
των 25, αλλά και οι νέες ευκαιρίες που
δημιουργούνται για τις ελληνικές
επιχειρήσεις. Τέλος, η ελληνική οικονομία
απολαμβάνει τα πολλά οφέλη από την
υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος, αλλά
ταυτόχρονα έχει ανάγκη από ένα νέο,
αποτελεσματικό μείγμα πολιτικής. Ένα
τέτοιο "μείγμα" θα λαμβάνει υπόψη ότι
δεν είναι πλέον δυνατή η χρήση της
πολιτικής επιτοκίων ή της πολιτικής
συναλλαγματικής ισοτιμίας για την
αντιμετώπιση προβλημάτων των επιμέρους
εθνικών οικονομιών και, επομένως, θα δίνει
το απαιτούμενο βάρος στην εθνική
δημοσιονομική πολιτική, στην εθνική
διαρθρωτική πολιτική, και στη συμβολή των
κοινωνικών εταίρων. Όσο πιο γρήγορα
καταλήξει η Ελλάδα στη διαμόρφωση αυτού του
κατάλληλου μείγματος οικονομικής
πολιτικής, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσει να
προσαρμοστεί δυναμικά στις νέες συνθήκες
και να επιτύχει διατηρήσιμη οικονομική
ανάπτυξη, περαιτέρω βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου της και πλήρη απασχόληση.