EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Ομιλία του Διοικητή κ. Γ. Προβόπουλου με θέμα «Ο ρόλος του πιστωτικού συστήματος στην έξοδο από την κρίση και στη μακροχρόνια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη» σε εκδήλωση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Ελλάδος στο King George Palace

25/06/2009 - Ομιλίες

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι,


Θέλω, εν πρώτοις, να εκφράσω θερμές ευχαριστίες για την ευκαιρία που μου προσφέρετε να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις μου στη σημερινή σας εκδήλωση. Είναι μεγάλη μου χαρά να επικοινωνώ «πρόσωπο με πρόσωπο» με τους εκπροσώπους της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, δηλαδή τους εκπροσώπους εργοδοτών, μισθωτών, αγροτών, ελεύθερων επαγγελματιών, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και καταναλωτών.

Πριν αναφερθώ στα σημερινά προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το πιστωτικό σύστημα, θέλω να κάνω μερικές γενικότερες διαπιστώσεις και να παραθέσω ορισμένα δεδομένα.

Όλοι συμφωνούν ότι κάθε χρηματοπιστωτικό σύστημα διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, στο μέτρο που πρέπει να διαμεσολαβεί με το χαμηλότερο δυνατό κόστος μεταξύ αποταμιευτών και δανειζομένων. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να συμβάλλει στη βέλτιστη κατανομή των διαθέσιμων πόρων στους δυνητικούς δανειολήπτες. Καθώς οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές συχνά αφορούν το δανεισμό χρηματικών κεφαλαίων στο παρόν έναντι υπόσχεσης εξόφλησης στο μέλλον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβλήματα που προκύπτουν από ασυμμετρίες στην πληροφόρηση. Ασυμμετρίες που συχνά παρατηρούνται στις συναλλαγές αυτές, όταν ο ένας συναλλασσόμενος κατέχει περισσότερες πληροφορίες από τον άλλο, όσον αφορά τη χρήση για την οποία προορίζονται τα κεφάλαια.

Οι αγορές κεφαλαίων, δηλαδή οι αγορές μετοχών ή ομολόγων, είναι γενικά αποτελεσματικές ως προς τη χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος, εκείνων όμως που έχουν ουσιαστικά την δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτές. Δεν είναι όμως το ίδιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση των ασυμμετριών στην πληροφόρηση, καθώς η αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων και η παρακολούθηση της συμπεριφοράς της διοίκησης μιας επιχείρησης ενέχουν κόστος, το οποίο συνήθως είναι ιδιαίτερα υψηλό για τους μεμονωμένους κατόχους μετοχών ή ομολόγων. Έτσι, η ευχερής πρόσβαση στις αγορές ομολόγων και μετοχών είναι εν τέλει προνόμιο των μεγάλων επιχειρήσεων που διαθέτουν καλή φήμη και για τις οποίες υπάρχει πλήθος διαθέσιμων πληροφοριών.

Είναι προφανές ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν την ίδια ευχέρεια πρόσβασης στις πηγές αυτές για χρηματοδότηση. Οι τράπεζες, όμως, είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις ασυμμετρίες στην πληροφόρηση, ιδιαίτερα με την ανάπτυξη μακροχρόνιων σχέσεων με τους πελάτες τους. Αυτό επιτρέπει σε μεγαλύτερο φάσμα επιχειρήσεων και ιδιωτών να έχει τελικά πρόσβαση στη χρηματοδότηση, περισσότερο μέσω τραπεζών, από ό,τι μέσω των αγορών κεφαλαίων.

Έχει διαπιστωθεί ότι τα χρηματοπιστωτικά συστήματα που βασίζονται στις τράπεζες ενδείκνυνται από πλευράς αποτελεσματικότητας για περιπτώσεις που οι αγορές και οι επιχειρήσεις είναι μικρού μεγέθους, δεν είναι καλά οργανωμένες και λειτουργούν σε συνθήκες χαμηλότερου βαθμού διαφάνειας. Αντίθετα, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα που βασίζονται στις αγορές κεφαλαίων είναι πιο κατάλληλα για οικονομίες όπου οι αγορές και οι επιχειρήσεις είναι μεγαλύτερες και διαθέτουν πιο αποτελεσματική οργάνωση και μεγαλύτερη διαφάνεια.

Εν μέρει και για τους λόγους αυτούς, στη χώρα μας αλλά και γενικότερα στις χώρες της Ευρώπης και ιδίως της ζώνης του ευρώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι κατά βάση “τραπεζοκεντρικό” (bank-based). Στη ζώνη του ευρώ η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα πραγματοποιείται κατά τα 2/3 μέσω των τραπεζών και μόνο κατά το 1/3 μέσω των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου οι αγορές χρήματος και κεφαλαίων βρίσκονται στο επίκεντρο (market-based).

Στην Ελλάδα, η απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η μείωση των επιτοκίων και η ένταξη στη ζώνη του ευρώ συνέβαλαν σε πολύ υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έως και τον Οκτώβριο του 2008. Έκτοτε παρατηρήθηκε επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα, η οποία συνεχίστηκε και τους τέσσερεις πρώτους μήνες του 2009. Όμως, ενώ στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο η καθαρή μηνιαία ροή νέων δανείων ήταν αρνητική ή σχεδόν μηδενική σε όλη τη διάρκεια του τετραμήνου, στην Ελλάδα ήταν αρνητική μόνο τον Ιανουάριο (το μήνα αυτό η καταγραφή αρνητικής ροής οφειλόταν στην πώληση εταιρικών ομολόγων στο εξωτερικό, η οποία όμως δεν επηρέασε το υπόλοιπο χρηματοδότησης που οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν ήδη λάβει). Το Φεβρουάριο, το Μάρτιο και τον Απρίλιο η καθαρή ροή νέων δανείων ήταν μεν χαμηλή αλλά σαφώς θετική. Όπως διαφαίνεται, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα θα διαμορφωθεί γύρω στο 5-6% στο τέλος του 2009.

Οι ανωτέρω παράγοντες που άσκησαν θετική επίδραση στην πιστωτική επέκταση συνέβαλαν, επίσης, στη σημαντική μείωση του περιθωρίου επιτοκίου, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του μέσου σταθμικού επιτοκίου των νέων τραπεζικών δανείων και του αντίστοιχου επιτοκίου των νέων καταθέσεων, συνολικά κατά 464 μονάδες βάσης μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1998 και του Δεκεμβρίου του 2008. Βεβαίως το περιθώριο επιτοκίου στην Ελλάδα, αν και στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής συνέκλινε προς το μέσο περιθώριο στη ζώνη του ευρώ, παρέμεινε υψηλότερο. Οι λόγοι γι' αυτό αφορούν εγγενή χαρακτηριστικά του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, όπως είναι π.χ. ο σχετικά μεγάλος αριθμός μικρών καταθετών και δανειοληπτών, το υψηλότερο κόστος δανεισμού των τραπεζών στη διατραπεζική αγορά, το μεγαλύτερο ποσοστό καθυστερήσεων επί του συνολικού ποσού των δανείων και το μεγαλύτερο διάστημα που απαιτείται μέχρι τη ρευστοποίηση των ασφαλειών. Επίσης, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες είναι και η διαφορετική σύνθεση τόσο των καταθέσεων όσο και των δανείων. Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, είναι σχετικά μεγαλύτερη η συμμετοχή των καταθέσεων ταμιευτηρίου των νοικοκυριών, ενώ όσον αφορά τα δάνεια προς τα νοικοκυριά είναι μεγαλύτερη η συμμετοχή των δανείων μέσω πιστωτικών καρτών. Στη διάρκεια του πρώτου εφετινού τετραμήνου το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε ελαφρά στην Ελλάδα (κατά 47 μονάδες βάσης), καθώς τα επιτόκια καταθέσεων μειώθηκαν περισσότερο από ό,τι τα επιτόκια των δανείων. Αντίθετα, το περιθώριο επιτοκίου μειώθηκε ελαφρά στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η τάση σύγκλισης που προανέφερα και η διαφορά του περιθωρίου στην Ελλάδα από το περιθώριο στη ζώνη του ευρώ να διπλασιαστεί, από 81 σε 161 μονάδες βάσης, μεταξύ Δεκεμβρίου 2008 και Απριλίου 2009.


Κυρίες και Κύριοι,

Είναι γεγονός πλέον ότι η παγκόσμια οικονομία συνεχίζει να πορεύεται εν μέσω της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν ραγδαία το 2008, ιδίως το τελευταίο τρίμηνο, επηρεάζοντας δυσμενώς τις προοπτικές για την παραγωγή, την απασχόληση και τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Στη φάση που διανύουμε, η χρηματοπιστωτική και η μακροοικονομική κρίση τροφοδοτούν η μία την άλλη σχηματίζοντας ένα φαύλο κύκλο: η χρηματοπιστωτική αστάθεια συμπιέζει τη δραστηριότητα του πραγματικού τομέα της οικονομίας και, με τη σειρά της, η υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας προσθέτει προσκόμματα στις ήδη διαταραγμένες λειτουργίες του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το γεγονός αυτό μεταθέτει χρονικά την εξομάλυνση των συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δυσχεραίνει την ταχεία έξοδο από την κρίση.

Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα υπάρχουν ενδείξεις ηπιότερης επιβράδυνσης ή και σταδιακής σταθεροποίησης της οικονομικής δραστηριότητας στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Δημιουργείται έτσι μια αίσθηση αισιοδοξίας ότι η ανάκαμψη μπορεί να ξεκινήσει νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν. Οι ενδείξεις αυτές ωστόσο δεν προδικάζουν κατ’ ανάγκην τη γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη. Ο βαθμός αβεβαιότητας για την πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας παραμένει υψηλός.

Στην αβεβαιότητα αυτή δεν είναι αμέτοχο το πιστωτικό σύστημα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι, αφού οι εξελίξεις στο πιστωτικό σύστημα που σημειώθηκαν την τελευταία δεκαετία, λόγω και της παγκοσμιοποίησης των αγορών, συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην εκδήλωση της κρίσης. Οι εξελίξεις αυτές είχαν δύο όψεις. Συνέβαλαν μεν θετικά στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη διεθνώς, δημιούργησαν όμως τις εύφλεκτες συνθήκες που πυροδοτήθηκαν αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια και στον υπόλοιπο κόσμο.

Το πιστωτικό σύστημα μετατράπηκε σταδιακά από μοχλός στήριξης της πραγματικής οικονομίας και διαχειριστής των οικονομικών κινδύνων, σε «δημιουργό» χρηματοοικονομικών κινδύνων. Για παράδειγμα, μέχρι το 2007, είχε διαδοθεί ευρύτατα η πρακτική των τιτλοποιήσεων που βασίζεται στη λεγόμενη “δημιουργία προς διάθεση” (originate to distribute). Το υπόδειγμα αυτό είναι δυνητικά χρήσιμο στη διαχείριση και τον επιμερισμό του πιστωτικού κινδύνου. Στην πράξη, όμως, η εφαρμογή του οδήγησε σε χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού και σε δημιουργία πολυσύνθετων πιστωτικών εργαλείων και σχημάτων, των οποίων ο κίνδυνος επιμεριζόταν με αδιαφάνεια, με τρόπους δηλαδή που δεν γίνονταν πλήρως αντιληπτοί. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάληψη υπερβολικών κινδύνων χωρίς πλήρη συνειδητοποίηση των συνεπειών.

Με τον καιρό, ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ρευστότητας της αγοράς επισωρεύτηκε στα λεγόμενα «επενδυτικά οχήματα». Οι τοποθετήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων σε τέτοια "οχήματα" δεν εγγράφονταν στους ισολογισμούς τους, με συνέπεια οι σχετικοί κίνδυνοι να διαφεύγουν της προσοχής και να μην υπόκεινται στην απαιτούμενη βάσανο από τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου. Την αδιαφανή και αβέβαιη διασπορά των κινδύνων επέτεινε η ταχύρρυθμη ανάπτυξη της αγοράς παραγώγων, ιδίως εκείνων που η διαπραγμάτευσή τους γίνεται εκτός οργανωμένων αγορών (over the counter).

Γενικότερα, η μεγέθυνση των κινδύνων δεν συνοδευόταν από βελτίωση των μεθόδων διαχείρισης και ελέγχου τους. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, σε πολλές περιπτώσεις οι τράπεζες και οι επενδυτές είχαν αποτύχει να εκτιμήσουν ρεαλιστικά το είδος και το μέγεθος των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Διέλαθε, επίσης, της προσοχής ο υψηλός βαθμός συσχέτισης μεταξύ του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς και του κινδύνου χρηματοδότησης.

Στην υποεκτίμηση των κινδύνων και την υποτιμολόγησή τους συνέβαλαν, επίσης, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης (credit rating agencies). Αυτές, όπως όψιμα απεδείχθη, δεν στάθμιζαν επαρκώς την έλλειψη ιστορικής πληροφόρησης για τη συμπεριφορά των προϊόντων αυτού του είδους. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, βαθμολογούσαν τα πολυσύνθετα παράγωγα προϊόντα εξομοιώνοντάς τα με κρατικά ομόλογα υψηλής διαβάθμισης. Παρασύρονταν, έτσι, οι επενδυτές να αυξάνουν τις τοποθετήσεις τους σε τέτοια προϊόντα, χωρίς να έχουν ορθή εικόνα των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται.

Η κρίση ανέδειξε, επίσης, ορισμένες ατέλειες του συστήματος εποπτείας, όχι τόσο μεμονωμένα της κάθε τράπεζας, όσο κυρίως του πιστωτικού συστήματος ως συνόλου. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στη μικρο-προληπτική εποπτεία (micro-prudential supervision), δηλαδή στην εποπτεία των επιμέρους πιστωτικών ιδρυμάτων, και λιγότερη στη μακρο-προληπτική εποπτεία (macro-prudential surveillance). Η τελευταία εστιάζεται στους λεγόμενους «συστημικούς» κινδύνους. Εκείνους δηλαδή που πηγάζουν από τις διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αγορών και συνολικής μακροοικονομικής συγκυρίας. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, η κρίση αποκάλυψε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των εποπτικών αρχών, τόσο σε διασυνοριακό επίπεδο, όσο και εντός της κάθε χώρας.

Οι ανωτέρω παράγοντες, σε συνδυασμό με τη συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών, δημιούργησαν έντονη κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία μεταδόθηκε στις διατραπεζικές αγορές, που αποτελούν τον πυρήνα του διεθνούς πιστωτικού συστήματος. Η ρευστότητα στις αγορές αυτές εξαντλήθηκε απότομα, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια των τραπεζών, ακόμη και των πλέον φερέγγυων, για άντληση κεφαλαίων από τη διατραπεζική αγορά. Για την αντιμετώπιση αυτής της εξέλιξης, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι διεθνείς οργανισμοί αντέδρασαν με συντονισμένες και πρωτοφανείς σε κλίμακα και διάρκεια παρεμβάσεις. Χάρη στις παρεμβάσεις αυτές, τα χειρότερα αποσοβήθηκαν. Στο σύνολο, όμως, του χρηματοπιστωτικού τομέα, η ομαλότητα δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί.

Είναι σαφές ότι το όλο οικοδόμημα των πιστωτικών σχέσεων χρειάζεται αναμόρφωση. Πρέπει να ενισχυθούν οι λειτουργίες και οι αντοχές του. Και αυτό πρέπει να γίνει με τρόπους που δε θα βάζουν προσκόμματα ούτε στην ενδοσυνοριακή αλλά ούτε και στη διασυνοριακή ροή κεφαλαίων. Είναι ανάγκη λοιπόν να επανασχεδιαστεί η παγκόσμια πιστωτική αρχιτεκτονική. Αυτό είναι ένα έργο πολύπλοκο και μακρόπνοο. Παράλληλα όμως δεν θα πρέπει να παραβλέπονται και μέτρα πιο άμεσου χαρακτήρα.

Με βάση τις σκέψεις αυτές επιτρέψτε μου να αναλύσω εν τάχει το πώς μπορεί να συμβάλει το πιστωτικό σύστημα στη γρήγορη έξοδο από την κρίση και στη διασφάλιση συνθηκών σταθερότητας στο μέλλον. Καταρχήν, ας ξεκινήσω από τον άμεσο στόχο. Είναι απολύτως αναγκαίο το πιστωτικό σύστημα να συνεχίζει να παρέχει απρόσκοπτη χρηματοδότηση, με λογικό κόστος, σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Μόνον έτσι θα αποφευχθεί η εμφάνιση συνθηκών πιστωτικής στενότητας, που θα επιδείνωναν την κατάσταση της ήδη τραυματισμένης οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή θετικά συμβάλλουν και τα μέτρα που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα μέτρα αυτά αφορούν όχι μόνο τη μείωση των επιτοκίων αλλά και μη «συμβατικές» μορφές παρεμβάσεων νομισματικής πολιτικής, όπως η διεύρυνση των αποδεκτών χρεογράφων για παροχή ρευστότητας έναντι ενεχύρου, η επιμήκυνση της διάρκειας χορήγησης έκτακτης ρευστότητας προς τις τράπεζες στους 12 μήνες και η αγορά από την ΕΚΤ καλυμμένων ομολογιών, που εκδίδονται στη ζώνη του ευρώ, ύψους περίπου 60 δισεκ. ευρώ. Επίσης, αποφασίστηκε και η ένταξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων στον κατάλογο των αντισυμβαλλομένων για πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Στην αρχή της ομιλίας μου ανέφερα ότι στη ζώνη του ευρώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι “τραπεζοκεντρικό” και η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα πραγματοποιείται κυρίως μέσω των τραπεζών. Ο τραπεζοκεντρικός χαρακτήρας αντανακλάται και στο γεγονός ότι στο τέλος του 2007, δηλαδή πριν ξεσπάσει η κρίση, το υπόλοιπο των τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα στη ζώνη του ευρώ ανερχόταν στο 145% του ΑΕΠ, έναντι μόλις 63% στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή οι εκδόσεις εταιρικών χρεογράφων ανέρχονταν σε 81% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ, έναντι υπερδιπλάσιου ποσοστού (168%) στις ΗΠΑ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε επίπεδο Ευρωσυστήματος δίδεται μεγάλη έμφαση στο να διαχέεται η ρευστότητα στην οικονομία μέσω των τραπεζών και όχι να δίδεται απευθείας στους τελικούς αποδέκτες όπως στις ΗΠΑ. Είναι σαφές επομένως ότι στη ζώνη του ευρώ, η προϋπόθεση για τη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων είναι να διαθέτει επαρκή ρευστότητα το τραπεζικό σύστημα. Όπως επίσης είναι σαφές ότι οι παρεμβάσεις αυτές του Ευρωσυστήματος συνέβαλαν ώστε να αποφευχθεί μεγάλη μείωση του υπολοίπου των δανείων στη ζώνη του ευρώ, π.χ. με ποσοστά της τάξεως του 30%, που είχαν καταγραφεί σε άλλες κρίσεις και άλλες περιοχές στο παρελθόν.



Κυρίες και κύριοι,

Όπως προανέφερα, πέραν των άμεσων μέτρων απαιτείται και ο επανασχεδιασμός της παγκόσμιας πιστωτικής αρχιτεκτονικής. Πρέπει με κάθε τρόπο να διασφαλισθεί ότι στο μέλλον θα ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα μεγάλης χρηματοπιστωτικής διαταραχής. Από τη φύση τους, βεβαίως, οι πιστωτικές κρίσεις δεν θα ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Στόχος των μεγάλων προσπαθειών μεταρρύθμισης που έχουν ήδη δρομολογηθεί είναι:

  • Πρώτο, να τιθασευτεί η μυωπική συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία οδηγεί σε στρεβλή εκτίμηση των κινδύνων, ή ακριβέστερα σε υποεκτίμηση των κινδύνων. Θα πρέπει λοιπόν να εκλείψουν τα κίνητρα που οδηγούν σε υπερβολική προσήλωση σε βραχυπρόθεσμες ανταμοιβές και σε αδιαφορία για τις πιο μακρόπνοες στοχεύσεις, από τις οποίες εξαρτώνται η συστημική σταθερότητα και η κοινωνική ευημερία. Η σύνδεση σε κάθε οργανισμό της αμοιβής των στελεχών που λαμβάνουν αποφάσεις οικονομικής σημασίας με τη μακροχρόνια απόδοση σταθμισμένη με τον κίνδυνο είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός. 
  •  Δεύτερο, να ελαττωθεί η υπερκυκλικότητα του πιστωτικού συστήματος, δηλαδή η προδιάθεση του συστήματος να εκτίθεται υπερβολικά σε κινδύνους, όταν ο οικονομικός κύκλος βρίσκεται σε άνοδο, ενώ σε περιόδους ύφεσης να τηρεί υπερβολικά συντηρητική στάση αποστερώντας από τις αναγκαίες πιστώσεις τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ο τρόπος καθορισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και η αναμόρφωση ορισμένων λογιστικών προτύπων μπορούν να συμβάλουν στον περιορισμό της υπερκυκλικότητας.
  • Τρίτο, να ενισχυθεί η διαφάνεια σε όλες τις πτυχές λειτουργίας του πιστωτικού συστήματος, ώστε οι συναλλασσόμενοι με αυτό να βασίζουν τις επιλογές και τη δράση τους σε επαρκείς, επίκαιρες και αξιόπιστες πληροφορίες. Αυτό ισχύει για όλα τα τμήματα του πιστωτικού συστήματος. Από τα εργαλεία και τους ισολογισμούς των τραπεζών μέχρι τις εταιρίες αξιολόγησης πιστοληπτικής διαβάθμισης, τα πρότυπα ελέγχου και αξιολόγησης, τους κανόνες και τις μεθόδους εποπτείας. Η διαφάνεια ενισχύει τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων προλαμβάνοντας συμπεριφορά αγέλης. Τέλος θα πρέπει να δημοσιοποιούνται περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν οργανισμούς με συστημική σημασία, οι οποίοι δεν εντάσσονται σε ρυθμιστικό πλαίσιο κανονιστικής εποπτείας (π.χ. τα hedge funds).

Είναι θετικό ότι έχει ήδη ξεκινήσει διεθνώς μια συστηματική προσπάθεια αναμόρφωσης της άσκησης της εποπτείας σε διασυνοριακή βάση λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα. Σημαντικότατη υπήρξε προς την κατεύθυνση αυτή η συμβολή της πρόσφατης Έκθεσης De Larosière, τα συμπεράσματα της οποίας υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 19-20 Μαρτίου. Στην έκθεση αυτή προτεινόταν η σύσταση ενός νέου εποπτικού οργάνου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, το οποίο θα συλλέγει και θα αναλύει τις πληροφορίες που αφορούν ή συνδέονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, έχοντας ως τελικό σκοπό τη διατύπωση προειδοποιήσεων, συμβουλών και κατευθυντήριων γραμμών για την διατήρηση της σταθερότητας σε επίπεδο συστήματος. Η έκθεση ενθαρρύνει επίσης την ισχυροποίηση των διασυνοριακών δεσμών των εθνικών φορέων άσκησης εποπτείας επί των τραπεζών, των κεφαλαιαγορών και των ασφαλιστικών εταιρειών μέσω της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας. Το σχέδιο προβλέπει μετασχηματισμό των ήδη υπαρχουσών Ευρωπαϊκών επιτροπών εποπτών, ώστε αυτές να αποκτήσουν την δυνατότητα να δίνουν κατευθύνσεις υποχρεωτικά εφαρμοστέες, σχετικά με τον ομοιόμορφο τρόπο υλοποίησης του Ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή σύγκλιση των εποπτικών μεθοδολογιών των επιμέρους χωρών. Ακόμη θα αποκτήσουν μεγαλύτερο ρόλο στον συντονισμό της διασυνοριακής συνεργασίας των εθνικών εποπτικών αρχών σε περιόδους τόσο ομαλότητας όσο και κρίσεων. Την περασμένη εβδομάδα (18-19 Ιουνίου), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου θα εκλέγεται από το Γενικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο μετέχουν οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών των 27 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, προκειμένου οι προτάσεις αυτές να τεθούν σε πλήρη εφαρμογή στη διάρκεια του 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για τη συμπλήρωση της κοινοτικής νομοθεσίας έως το φθινόπωρο.


Κυρίες και κύριοι,

Στην Ελλάδα, η δομή και η αποτελεσματικότητα του συστήματος τραπεζικής εποπτείας έχουν συμβάλει ώστε οι επιπτώσεις από τη διεθνή κρίση να είναι πολύ ηπιότερες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να έχουν επηρεαστεί σε χαμηλότερο βαθμό από τη διεθνή κρίση, σε σύγκριση με τα τραπεζικά συστήματα άλλων χωρών. Σε αυτό έχουν συμβάλει οι συνεχείς έλεγχοι από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οριακή μόνο έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε λεγόμενα “τοξικά” στοιχεία ενεργητικού, η μικρή εξάρτησή τους από τις αγορές για την άντληση κεφαλαίων και οι ικανοποιητικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και μόχλευσης. Τα δεδομένα αυτά επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να παραμένουν κατά βάση υγιείς και ισχυρές.

Αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να επαναπαυόμαστε, ιδίως μάλιστα έπειτα και από τα αποτελέσματα που δημοσίευσαν οι ελληνικές τράπεζες για το α΄ τρίμηνο του 2009, τα οποία, αν και δεν απειλούν τη σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος, δείχνουν ότι συνεχίζεται η πτωτική τάση που διαμορφώθηκε το 2008. Απαιτείται συνεπώς συνεχής επαγρύπνηση.

Η Τράπεζα της Ελλάδος κινείται ήδη από καιρό στην κατεύθυνση αυτή προτρέποντας τις τράπεζες να εφαρμόζουν πολιτικές που διασφαλίζουν χρηματοπιστωτική αντοχή, σταθερότητα και αποτελεσματική λειτουργία. Πολιτικές που οδηγούν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, την αύξηση των προβλέψεων έναντι επισφαλών απαιτήσεων, τη αποτελεσματική χρήση του κυβερνητικού σχεδίου για την ενίσχυση των κεφαλαίων και της ρευστότητας, τον περιορισμό των έκτακτων παροχών προς τα στελέχη τους και τη μη διανομή μερίσματος. Όλα αυτά δημιουργούν πρόσθετα «μαξιλάρια», που θωρακίζουν τις τράπεζες στην δύσκολη περίοδο που διανύουμε.

Ενθαρρυντικά πάντως ήταν τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests), που διενήργησε η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο της ετήσιας τακτικής διαβούλευσης με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μάλιστα, στα συμπεράσματα της αποστολής του ΔΝΤ, αφού επισημαίνεται ότι οι «αρχές αντέδρασαν με επαρκή προνοητικότητα στην χρηματοοικονομική κρίση…», διαπιστώνεται ότι «το τραπεζικό σύστημα φαίνεται να διαθέτει αρκετές δικλείδες ασφαλείας, ώστε να μπορέσει να αντεπεξέλθει στην προσδοκώμενη επιβράδυνση». Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τα υποθετικά σενάρια που εφαρμόστηκαν συνοψίζονται στην πρώτη Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, που δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος στις αρχές αυτής της εβδομάδας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο ελληνικός τραπεζικός τομέας ως σύνολο είναι σε θέση να αντεπεξέλθει ακόμη και σε ιδιαίτερα έντονες, και ελάχιστα πιθανές διαταραχές. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των τραπεζών διατηρεί ικανοποιητική κεφαλαιακή βάση, ακόμη και μετά την απορρόφηση των ζημιών που θα προέκυπταν από τυχόν υλοποίηση των ακραίων θεωρητικών σεναρίων. Για ελάχιστο αριθμό τραπεζών η απορρόφηση ζημιών αυτού του μεγέθους θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση της κεφαλαιακής βάσης, η οποία όμως δεν θα δημιουργούσε συστημικό κίνδυνο, δηλαδή δεν θα κλόνιζε το συνολικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα συνεχίσει να διενεργεί ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και στο μέλλον, κρίνοντας ότι αυτές προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες που συμβάλλουν στο εποπτικό της έργο, και όπου διαπιστώνει αδυναμίες θα λαμβάνει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα. Σε ζητήματα που αφορούν την τραπεζική εποπτεία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν χωρεί ο παραμικρός εφησυχασμός.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι