EN

Ομιλίες

  • Κοινοποίηση:

Παρέμβαση του Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα στο «8th Banking Forum & Fin Tech Expo»

15/01/2021 - Ομιλίες

1. Το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης: από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση στην πανδημία COVID-19
Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου γύρω από τα μακροοικονομικά και χρηματοπιστωτικά θέματα, έχει τεθεί πολλές φορές το ερώτημα ποια μορφή θα έχει η επόμενη κρίση. Στα τέλη του 2019, μία δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε. Το ενδεχόμενο να εκδηλωθεί μια πανδημία και να προκαλέσει σοβαρή διατάραξη της παγκόσμιας οικονομίας ήταν τότε ένα ακραίο σενάριο με μικρή πιθανότητα πραγματοποίησης. Δυστυχώς, αυτό το σενάριο υλοποιήθηκε και είχε τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα παγκοσμίως.
Όπως φάνηκε σε προηγούμενες κρίσεις, οι τράπεζες (μαζί με τα δημοσιονομικά μεγέθη) είναι συνήθως οι πρώτες που πλήττονται, λαμβάνοντας υπόψη τη στενή διασύνδεσή τους με την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, όταν ξέσπασε αυτή η νέα κρίση, το τραπεζικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ είχε ισχυρότερα θεμελιώδη μεγέθη και ήταν σε καλύτερη θέση να απορροφήσει τυχόν κλυδωνισμούς. Μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι εποπτικές αρχές έλαβαν μέτρα που αποσκοπούσαν – μεταξύ άλλων – στην ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, στη βελτίωση των λειτουργιών εταιρικής διακυβέρνησης και της μέτρησης των κινδύνων στα πιστωτικά ιδρύματα, στη δημιουργία μηχανισμών για την διευκόλυνση της εξυγίανσης τραπεζών που περιέρχονται σε κατάσταση αφερεγγυότητας κ.ά. Χωρίς αμφιβολία, όταν η πανδημία έπληξε την ευρωζώνη, το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του ήταν χρηματοοικονομικά εύρωστο, με χαμηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια και άφθονη ρευστότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority - ΕΒΑ), ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ήταν 19,3% το Δεκέμβριο του 2019 – το υψηλότερο επίπεδο που είχε καταγραφεί εδώ και πολλά χρόνια – κυρίως χάρη στις ενέργειες που ανέλαβαν οι τράπεζες της ΕΕ για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης. Ταυτόχρονα, οι δείκτες ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού είχαν βελτιωθεί σημαντικά, με μείωση του δείκτη των ΜΕΔ σε 2,7% κατά μέσο όρο, που ήταν επίσης η καλύτερη επίδοση μετά την προηγούμενη κρίση. Οι τράπεζες της ΕΕ διέθεταν εξάλλου άφθονη ρευστότητα, με το δείκτη κάλυψης ρευστότητας να διαμορφώνεται κατά μέσο όρο σε 150% περίπου, πολύ υψηλότερος από το ελάχιστο εποπτικό όριο του 100%.
Βεβαίως δεν είχαν κατορθώσει όλες οι τράπεζες στην ευρωζώνη να ανακάμψουν πλήρως από την προηγούμενη κρίση. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, ορισμένες τράπεζες (ειδικά στην περιφέρεια της ΕΕ) εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η κρίση, και ιδιαίτερα το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων. Μπορούμε πάντως να πούμε ότι το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης αναδύθηκε από την προηγούμενη κρίση πιο ασφαλές και πιο εύρωστο.

2. Πώς αντέδρασαν στην κρίση οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές
Αυτή τη φορά η αντίδραση των εποπτικών αρχών στην κρίση ήταν άμεση και (όπως διαπιστώνεται μέχρι τώρα) αποτελεσματική. Η αμεσότητα αυτής της αντίδρασης οφειλόταν σε δύο λόγους:
o Πρώτον, η προηγούμενη κρίση ήταν πολύ πρόσφατη και τα διδάγματα που είχαν προκύψει παρέμεναν ακόμη νωπά στη μνήμη όλων.
o Δεύτερον, η πανδημία είναι μια συμμετρική διαταραχή και έπληξε με σφοδρότητα όλα τα κράτη-μέλη. Αυτό διευκόλυνε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τις εποπτικές αρχές, σε μια περίοδο κατά την οποία και οι νομισματικές και δημοσιονομικές αρχές προσέφεραν τεράστια στήριξη. Πράγματι, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς στην ευρωζώνη ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένοι: κεντρικές τράπεζες, εποπτικές αρχές, κυβερνήσεις. Με λίγα λόγια, η ταχύτατη κοινή δράση είναι αυτή τη φορά το κεντρικό στοιχείο των παρεμβάσεων, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί σε προηγούμενες κρίσεις.
Τα μέτρα ελάφρυνσης που έλαβαν οι εποπτικές αρχές είναι λίγο-πολύ γνωστά. Θα ήθελα όμως να σχολιάσω δύο από αυτά τα μέτρα, τα οποία πιστεύω ότι έχουν σημασία για τις μελλοντικές δράσεις πολιτικής, αλλά και για μια δυνητική επανεξέταση του υπάρχοντος πλαισίου:
 Το πρώτο μέτρο αφορά τη δυνατότητα των τραπεζών να χρησιμοποιήσουν τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας (buffers). Παρά τη διευκολυντική νομισματική πολιτική που παρείχε άφθονη ρευστότητα στα πιστωτικά ιδρύματα και τη σαφή επικοινωνία από τις εποπτικές αρχές σχετικά με το χρονοδιάγραμμα για την ευελιξία που παρασχέθηκε, παρατηρούμε ότι οι περισσότερες τράπεζες ανά τον κόσμο είναι απρόθυμες να κάνουν χρήση των αποθεμάτων ασφαλείας τους. Υπενθυμίζω ότι τα μακροπροληπτικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας ουσιαστικά αποσκοπούν στο να στηρίξουν την πραγματική οικονομία κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης, μετριάζοντας έτσι την προκυκλικότητα. Αυτή η απροθυμία οφείλεται σε πολλούς λόγους, αλλά πιστεύω ότι ο κυριότερος είναι η αβεβαιότητα σχετικά με την πραγματική επίπτωση της πανδημίας στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Όταν λήξει η σημερινή κρίση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επανεξετάσουν αυτό το ζήτημα και την αποτελεσματικότητα των μακροπροληπτικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.
 Το δεύτερο αφορά την αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών. Ως προς αυτό το θέμα, οι αρχές ενήργησαν επίσης γρήγορα και διευκρίνισαν την αλληλεπίδραση μεταξύ της αναστολής πληρωμών δόσεων δανείων (moratoria) και της κατηγοριοποίησης των δανείων. Ωστόσο, υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι πολλές τράπεζες στην ευρωζώνη υποεκτιμούν τις πιστωτικές ζημίες που προκαλούνται από την πανδημία, ιδίως στην περίπτωση ενήμερων δανειοληπτών που σήμερα υπάγονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών δόσεων δανείων. Η πρόσφατη επιστολή του Προέδρου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism - SSM) σχετικά με τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του πιστωτικού κινδύνου στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19 (1) γνωστοποιεί με σαφήνεια τις σχετικές εποπτικές προσδοκίες. Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των ευρωπαϊκών τραπεζών θα βρίσκεται (ορθώς κατά τη γνώμη μου) στο επίκεντρο των εποπτικών δραστηριοτήτων κατά το τρέχον έτος.

3. Η αντίδραση των επιμέρους χωρών
Η Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε ενέργειες παρόμοιες με εκείνες άλλων εθνικών αρμόδιων εποπτικών αρχών και, για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα υπό την εποπτεία της, έλαβε μέτρα παρόμοια με εκείνα που θέσπισε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός.
Επιπλέον, και καθώς  δεν είχαμε επιβάλει ως αρμόδια αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (το σχετικό ποσοστό καθορίστηκε σε 0%) ώστε να μπορεί να αποδεσμευθεί, αποφασίσαμε να διατηρήσουμε το κεφαλαιακό απόθεμα για τα λοιπά συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII) στο ισχύον επίπεδο για ένα χρόνο.
Επίσης, από το αρχικό στάδιο της κρίσης, οι τράπεζες ανακοίνωσαν γενικευμένο moratorium δανείων που είναι συμβατό με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΒΑ για τους πιστούχους που επλήγησαν από την πανδημία. Η περίοδος εφαρμογής του, που αρχικά προβλεπόταν να είναι έως το Δεκέμβριο του 2020, θα παραταθεί τώρα σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA, εντός του ανώτατου ορίου των εννέα μηνών.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση έχει λάβει μια σειρά μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής και πολιτικής για την αγορά εργασίας, με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης. Αυτά τα μέτρα είναι παρόμοια με αυτά που εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες και περιλαμβάνουν επιδότηση δόσεων δανείων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που επλήγησαν από την πανδημία. Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και η ύφεση οδήγησαν σε απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα για το 2020 και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Ωστόσο, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme - PEPP) της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
Θα ήθελα τώρα να πω λίγα λόγια σχετικά με την πρότασή μας για τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company - AMC) που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο κυριότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες, δηλ. το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ και το υψηλό μερίδιο της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα κεφάλαια των τραπεζών, εισάγοντας μια απλή προσέγγιση που βασίζεται σε κανόνες αγοράς. Αυτή η πρόταση εξετάζεται ήδη από την ελληνική κυβέρνηση και, εφόσον εγκριθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποφασιστική απάντηση της χώρας στην κρίση και να δημιουργήσει ένα προηγούμενο που θα ενδιέφερε ίσως και άλλες χώρες.
Η προτεινόμενη εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού θα μπορούσε να αναλάβει τα υφιστάμενα ΜΕΔ εκτός από εκείνα που προβλέπεται να αναληφθούν από το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής», ύψους περίπου 30 δισεκ. ευρώ, καθώς και τα νέα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας (αυτά εκτιμώνται γύρω στα 8-10 δισεκ. ευρώ), δηλαδή ΜΕΔ συνολικού ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου.
Με λίγα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος:
o Η μεταβίβαση ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία στην εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού παρέχει κίνητρα στις τράπεζες που έχουν υψηλότερους δείκτες κάλυψης ΜΕΔ με προβλέψεις και εξαλείφει τις ασυμμετρίες του κόστους που συνδέεται με τη συμμετοχή στο προτεινόμενο σχήμα.
o Το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος. Οι τράπεζες θα επωμιστούν τελικά το κόστος της εφαρμογής μιας λύσης που βασίζεται στην αγορά. Ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
o Αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απίσχνανση (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
o Η προτεινόμενη εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού δεν προβλέπεται να λειτουργεί ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicer). Εντούτοις, το σύστημα θα αξιοποιεί και θα βασίζεται στους υπάρχοντες συμβατικούς όρους των εν λόγω εταιριών.
Όπως φαίνεται στην πρόσφατη ανακοίνωση που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Δεκέμβριο του 2020, η σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (είτε σε εθνικό είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο) είναι μια πρόταση πολιτικής υπέρ της οποίας τάσσονται οι ευρωπαϊκές αρχές και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε γρήγορη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.

4. Οι κυριότερες προκλήσεις για τις τράπεζες στην Ευρώπη
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ αντιμετωπίζουν μια σειρά από προκλήσεις, τόσο νέες λόγω της πανδημίας COVID-19 όσο και προϋπάρχουσες:
 Πρώτον, οι τράπεζες εξαρτώνται άμεσα από τις μακροοικονομικές εξελίξεις και τις εξελίξεις στη νομισματική πολιτική. Παρά την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2021, οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις παραμένουν αυξημένοι. Η αναζωπύρωση της πανδημίας και ο νέος γύρος περιοριστικών μέτρων σε ολόκληρη την Ευρώπη θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πιο παρατεταμένη και βαθύτερη ύφεση, με κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και απώλειες θέσεων εργασίας.
 Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, σε συνδυασμό με μια αργή οικονομική ανάκαμψη, παραμένει μια μεγάλη πρόκληση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, με σαφείς επιπτώσεις στην οργανική κερδοφορία τους και στην ικανότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου.
 Μεγάλος αριθμός δανειοληπτών έχει υπαχθεί σε μέτρα αναστολής καταβολής δόσεων, τα οποία διαφέρουν μεταξύ των χωρών και μεταξύ των κλάδων της οικονομίας. Όπως έχω ήδη αναφέρει, υπάρχει μια διάχυτη αντίληψη ότι οι ζημίες λόγω απομείωσης δανείων εξαιτίας της πανδημίας υποεκτιμώνται, παρότι οι συναφείς Κατευθυντήριες Γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ) σχετικά με τα μέτρα αναστολής καταβολής δόσεων δεν καταργούν την υποχρέωση των τραπεζών να αξιολογούν τα δάνεια ως προς την πιθανότητα μη αποπληρωμής και να σχηματίζουν αντίστοιχες προβλέψεις. Η λήξη της ισχύος των κρατικών μέτρων στήριξης, ιδίως των δημοσιονομικών, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο κόστος πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Οι τράπεζες πρέπει να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών, καθώς και την ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών τους μέσω συστημικών λύσεων. Όπως προανέφερα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει στην Ελληνική Κυβέρνηση μια τέτοια συστημική λύση με τη μορφή AMC, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά προς το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού.
 Υπάρχουν θύλακες κινδύνου στο μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα που συνεχώς μεγεθύνεται. Για παράδειγμα, οι τράπεζες έχουν μειώσει τα ΜΕΔ τους μεταφέροντας μεγάλο μέρος τους σε οντότητες εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα.
 Οι κίνδυνοι λόγω κλιματικής αλλαγής, που πριν από μερικά χρόνια φαίνονταν ένα μακρινό ενδεχόμενο, αποκτούν ολοένα μεγαλύτερη σημασία στο χάρτη κινδύνων. 
Επιπλέον, σε επίπεδο μεμονωμένων τραπεζών και χωρών, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πρόσθετες προκλήσεις που είτε είναι απότοκο της προηγούμενης κρίσης είτε συνδέονται με ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του εγχώριου τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, παραθέτω τα εξής στοιχεία:
 Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά περίπου 50 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 παρέμεινε εξαιρετικά υψηλός (35,8%), πολύ πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ.
 Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από το ελάχιστο απαιτούμενο, αλλά θα δεχθούν πιέσεις εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως:
(α) η πλήρης επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9),
(β) το κόστος της στρατηγικής των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ, όπως προκύπτει από τις προγραμματισμένες ή τις πρόσφατα εκτελεσθείσες συναλλαγές,
(γ) το γεγονός ότι πάνω από 50% των εποπτικών κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελείται από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC), η οποία θεωρείται από τις αγορές ως «κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας».
 Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει αδύναμη, λόγω του χαμηλού όγκου των εργασιών και του υψηλού κόστους του πιστωτικού κινδύνου.
 Τέλος, οι τράπεζες θα χρειαστεί σταδιακά να προσφύγουν στις αγορές τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιτύχουν το στόχο για την ελάχιστη απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities - MREL).
Πριν κλείσω την παρέμβασή μου σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στην ευρωζώνη, θα ήθελα να αναφερθώ στα ελλείποντα σήμερα δομικά στοιχεία της Τραπεζικής Ένωσης, καθώς και στην ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων. Συγκεκριμένα εννοώ: α) τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme - EDIS), β) τα υπάρχοντα κενά στην Οδηγία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών (Bank Recovery and Resolution Directive - BRRD), η οποία δεν καλύπτει την περίπτωση μιας συστημικής κρίσης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και δεν προβλέπει μια σαφή στρατηγική για το χειρισμό περιπτώσεων αφερεγγυότητας τραπεζών μικρού και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες χρηματοδοτούνται κυρίως από καταθέσεις, γ) την ανάγκη εναρμόνισης των διαφορετικών εθνικών διαδικασιών εκκαθάρισης.
o Η πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup (30 Νοεμβρίου 2020) για τη δημιουργία κοινού εργαλείου χρηματοδότησης (backstop) του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (Single Resolution Fund - SRF) μέσω πιστωτικής γραμμής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (European Stability Mechanism - ESM), που θα τεθεί σε ισχύ στις αρχές του 2021, αποτελεί σημαντικό βήμα για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα. Και πάλι όμως, οι ανάγκες ρευστότητας σε περίπτωση εξυγίανσης μπορούν κάλλιστα να υπερβούν το επίπεδο που προβλέπεται σήμερα. Αξιοποιώντας την εμπειρία της Τράπεζας της Αγγλίας, θα μπορούσε να εξεταστεί  το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί  ειδική πιστωτική γραμμή από την ΕΚΤ, με κατάλληλες ρήτρες διασφάλισης
o Ομοίως, και όπως ήδη αναφέρθηκε, η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με την αντιμετώπιση των ΜΕΔ μέσω ενός δικτύου εθνικών εταιριών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού και της περαιτέρω ανάπτυξης της δευτερογενούς αγοράς τιτλοποιήσεων δανείων, καθώς και η δυνατότητα χορήγησης προληπτικής στήριξης για την ανακεφαλαιοποίηση βιώσιμων τραπεζών με σκοπό να διευκολυνθεί η μεταβίβαση ΜΕΔ υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επίσης ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

5. Οι προοπτικές του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος για το 2021- 2022
Οι προοπτικές του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις εξελίξεις στην οικονομία και με την πρόοδο στην καταπολέμηση της πανδημίας. Θα ήθελα λοιπόν πρώτα να σχολιάσω αυτά τα σημεία προτού προχωρήσω στις προοπτικές του ίδιου του τραπεζικού συστήματος:
o Στο υγειονομικό μέτωπο, φαίνεται ότι θα έχουμε ευνοϊκές εξελίξεις, ιδίως μετά τον εμβολιασμό μεγάλου μέρους του πληθυσμού εντός του α΄ τριμήνου του έτους, που θα διασφαλίσει την αναγκαία ανοσοποίηση από τον ιό.
o Σύμφωνα με το πιο πρόσφατο βασικό σενάριο των μακροοικονομικών προβολών των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ θα επανέλθει σε θετικό έδαφος εφέτος. Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,9% το 2021 και 4,2% το 2022, λόγω της ανάκαμψης τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης.
o Η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να παραμείνει επεκτατική έως ότου εμβολιαστεί πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ιδίως έως ότου η ευρωπαϊκή οικονομία επανέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά. Η νομισματική πολιτική θα παραμείνει διευκολυντική έως ότου διαπιστωθεί ότι ο πληθωρισμός ακολουθεί διατηρήσιμη και σταθερή πορεία σύγκλισης προς το στόχο του 2%. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ο πληθωρισμός το 2023 αναμένεται να παραμείνει πολύ κάτω του 2%.
o Η επίδραση από τη δημιουργία του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης (Next Generation EU - NGEU) θα είναι ορατή το 2021. Το NGEU θα χρηματοδοτήσει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες την περίοδο 2021-2026 αξίας 750 δισεκ. ευρώ σε σταθερές τιμές του 2018. Για τη χρηματοδότηση του NGEU προβλέπεται η έκδοση αμοιβαίου χρέους σε επίπεδο ΕΕ, το οποίο θα αποπληρωθεί μεταξύ 2028 και 2058.
o Για ορισμένες μικρές ευρωπαϊκές οικονομίες, όπως η Ελλάδα, οι διαθέσιμοι πόροι μέσω του NGEU θα προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες για τον εκσυγχρονισμό, την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας.
 Θα  περάσω τώρα στο τραπεζικό σύστημα. Παρόλο που παραμένω αισιόδοξος όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, φοβάμαι ότι τα σημάδια που θα αφήσει η πανδημία θα είναι πιο ορατά το 2021. Η αναστολή της πληρωμής δόσεων δανείων και τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης απέτρεψαν τις μαζικές περιπτώσεις αθέτησης δανειακών υποχρεώσεων κατά το 2020. Αναπόφευκτα, νέα ΜΕΔ  θα προκύψουν κάποια στιγμή εντός του 2021 και θα επηρεάσουν την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς μάλιστα θα αίρονται σταδιακά τα μέτρα στήριξης.
o Σημειωτέον ότι η επιβάρυνση από τις νέες αθετήσεις δανειακών υποχρεώσεων λόγω COVID-19 θα είναι μεγαλύτερη για τις τράπεζες που είχαν ήδη υψηλό απόθεμα ΜΕΔ, όπως οι ελληνικές τράπεζες, όπου ένα μεγάλο μέρος (αν όχι το σύνολο) των υπαρχόντων κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση μέρους των παλαιών ΜΕΔ τους.
o Ένα άλλο σημείο που θα ήθελα να τονίσω είναι ο σημαντικός ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην αποφυγή της δημιουργίας εταιριών «ζόμπι» και μόνιμων (διαρθρωτικών) αρνητικών επιπτώσεων στην οικονομία. Οι τράπεζες πρέπει να αναλάβουν αποφασιστική δράση και να αντιμετωπίσουν τα νέα ΜΕΔ αναλαμβάνοντας το σχετικό κόστος. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις θα έχουν επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς η μεταβίβαση ΜΕΔ εκτός του τραπεζικού τομέα δεν σημαίνει ότι ο πιστωτικός κίνδυνος εξαλείφεται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μόνο η εφαρμογή αποτελεσματικών λύσεων ρύθμισης αυτών των δανείων θα ελαφρύνει ουσιαστικά το βάρος για τους οφειλέτες και θα μειώσει τον πιστωτικό κίνδυνο, επιτρέποντας τελικά μια καλύτερη κατανομή των παραγωγικών πόρων στην οικονομία.
Καθώς οι τράπεζες βγαίνουν από μια πολύ δύσκολη χρονιά και καλούνται να αντιμετωπίσουν τις υπάρχουσες και τις νέες προκλήσεις που προανέφερα, πρέπει να έχουν ένα αξιόπιστο σχέδιο για την επαύριο της κρίσης και πρέπει να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους.
o Πιστεύω ότι θα υπάρξουν περαιτέρω εξαγορές και συγχωνεύσεις το 2021 και το 2022. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες σήμερα υπολείπονται σε σχέση με τις αντίστοιχες αμερικανικές, τόσο ως προς την αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων τους (RoE) όσο και ως προς τις αποτιμήσεις των μετοχών τους (δείκτης τιμής μετοχής προς λογιστική αξία). Η πανδημία μπορεί να ενισχύσει τις υπάρχουσες ευπάθειες των ευρωπαϊκών τραπεζών και να διευρύνει περαιτέρω αυτό το χάσμα. Οι εξαγορές και συγχωνεύσεις (είτε σε εθνικό είτε σε διασυνοριακό επίπεδο) δεν είναι πανάκεια, αλλά θα μπορούσαν σίγουρα να λειτουργήσουν υποστηρικτικά, ιδίως όσον αφορά την αποδοτικότητα σε σχέση με το λειτουργικό κόστος.
o Μια άλλη σημαντική εξέλιξη το 2021 είναι ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Η πανδημία άλλαξε όχι μόνο τον τρόπο εργασίας μας και τις κοινωνικές μας σχέσεις, αλλά και τη σχέση μας με τις τράπεζες. Δρα ως καταλύτης για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και ασκεί πίεση στις τράπεζες ώστε να επενδύσουν περισσότερο σε ψηφιακές υποδομές. Αυτή η τάση θα διαμορφώσει το τοπίο του ανταγωνισμού και πιθανώς μεσοπρόθεσμα θα θέσει εκτός αγοράς όσους μένουν πίσω.
o Η κλιματική αλλαγή θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία το 2021 και οι τράπεζες θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη βιώσιμη χρηματοδότηση και στην υιοθέτηση περαιτέρω δεσμεύσεων για το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG).
Θα σταματήσω εδώ. Οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις το 2021, αλλά και σημαντικές ευκαιρίες. Η πανδημία αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο δραστηριοποιούνται. Πρέπει επίσης να προσαρμοστούν, καθώς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παροχή ρευστότητας στην οικονομία, μεταδίδοντας τη σταθεροποιητική στάση της νομισματικής πολιτικής σε όλους τους τομείς της οικονομίας και διευκολύνοντας τη μετακίνηση των πόρων προς την κατεύθυνση μιας βέλτιστης κατανομής τους.

[1] https://www.bankingsupervision.europa.eu/press/letterstobanks/shared/pdf/2020/ssm.2020_letter_credit_risk_identification_measurement~734f2a0b84.en.pdf?c839e6212e8a9bf18dc0d26ab0b1cd7f

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι