Άρθρο του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρου Μητράκου στην έκδοση «Οι ισχυροί της ελληνικής οικονομίας»: “Βασικός πυλώνας της ανταγωνιστικότητας οι εξαγωγές”
07/07/2019 - Άρθρα & Συνεντεύξεις
Το 2018 η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε, εμφανίζοντας ρυθμό ανάπτυξης 1,9% σε ετήσια βάση, έναντι 1,4% το 2017. Βασικοί πυλώνες της εξέλιξης αυτής αποτέλεσαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, που σημείωσαν αύξηση 8,8% σε ετήσια βάση, υποστηριζόμενες από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τον τουρισμό, και η ιδιωτική κατανάλωση, που εμφάνισε αύξηση κατά 1,0% σε ετήσια βάση λόγω της βελτίωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Η δυναμική του εξαγωγικού τομέα της οικονομίας τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα σημαντική και στηρίζεται στην ενίσχυση των κλάδων που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Η δυναμική αυτή καταγράφεται στην άνοδο του βαθμού εξωστρέφειας της οικονομίας και στην αύξηση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών στη διεθνή αγορά κατά 11% από το τέλος του 2009 και ύστερα. Επίσης, το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά περίπου 17 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2009 και 2018.
Θετικές είναι οι εξελίξεις και στην ελληνική αγορά ακινήτων η οποία έχοντας υποστεί σημαντικό πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης (μείωση των τιμών κατά περίπου 42%), αναπτύσσει σταδιακά μία νέα δυναμική, η οποία αποτυπώνεται στους ρυθμούς μεταβολής των αξιών, οικιστικών και επαγγελματικών ακινήτων, στην αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων. Στον κλάδο των οικιστικών ακινήτων, το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον συνδέεται με βραχυχρόνιες μισθώσεις και με την προσέλκυση ενδιαφέροντος από το εξωτερικό μέσω του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», ενώ στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων η ζήτηση αφορά πρωτίστως τις συναφείς με τον τουρισμό χρήσεις. Βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος οι ξένες άμεσες επενδύσεις σε ακίνητα κατέγραψαν ιδιαίτερα επιταχυνόμενη αύξηση τα τρία τελευταία χρόνια και ανήλθαν το 2018 σε περίπου 1,1 δισεκ. ευρώ,. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η ελληνική κτηματαγορά χαρακτηρίζεται από ανομοιογένεια ως προς τη ζήτηση, με διαφορετικές τάσεις και ταχύτητες μεταξύ των τοπικών αγορών και των κατηγοριών ακινήτων.
Στο θετικό περιβάλλον του 2018 δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστα τα βασικά μεγέθη του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Ενδεικτικό είναι ότι οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, που παραδοσιακά σχετίζονται με το βαθμό εμπιστοσύνης στην οικονομία, συνέχισαν να καταγράφουν αύξηση, ενώ παράλληλα, οι τράπεζες βελτίωσαν την πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά έναντι εξασφαλίσεων με σημαντικά καλύτερους όρους. Οι βελτιωμένες συνθήκες στη ρευστότητα των τραπεζών συνέβαλαν στο μηδενισμό πλέον της έκτακτης ενίσχυσής τους σε ρευστότητα (ELA) από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας παραμένουν ικανοποιητικοί ενώ φαίνεται ότι η επιστροφή στην κερδοφορία έχει παγιωθεί, αν και τα μεγέθη είναι ακόμα αδύναμα.
Σημαντική πρόοδος συντελέστηκε το 2018 στην κατεύθυνση μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), αν και το απόθεμα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό. Στο τέλος του 2018 τα ΜΕΔ ανήλθαν σε 81,8 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 12,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του 2017 και κατά 25,4 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο (107,2 δισεκ. ευρώ). Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 44,5% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Μαρτίου 2018 στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τα ΜΕΔ, πιο φιλόδοξους σε σύγκριση με εκείνους του Σεπτεμβρίου του 2018 κατά περίπου 7 δισεκ. ευρώ. Εκτιμάται λοιπόν ότι στο τέλος του 2021 τα ΜΕΔ θα διαμορφωθούν σε επίπεδο μεταξύ 27 και 30 δισεκ. ευρώ, με τη μείωση να εκτιμάται ότι θα στηριχθεί από τις πωλήσεις δανείων, τις ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και τις διαγραφές δανείων. Ωστόσο, ακόμα και αν επιτευχθεί ο ανωτέρω στόχος, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2021 σε επίπεδα ελαφρώς κάτω του 20% και θα συνεχίσει να απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που στο τέλος του 2018 κυμαινόταν σε περίπου 3,2%.
Γι’ αυτό, είναι πολύ θετικό ότι τους τελευταίους μήνες έχει επανέλθει έντονα η συζήτηση και έχουν πλέον κατατεθεί ενδιαφέρουσες προτάσεις για μια πιο αποτελεσματική συστημική λύση ταχείας αποκλιμάκωσης των ΜΕΔ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι προτάσεις αυτές εξετάζονται από τις αρμόδιες αρχές, ενώ η διεθνής επενδυτική κοινότητα φαίνεται να τις αξιολογεί θετικά.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα διευκολύνουν την τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας η οποία, αν και σε κάποιος κλάδους, όπως για παράδειγμα του τουρισμού, της ενέργειας, της ναυτιλίας, της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και της γεωργίας κατέγραψε το 2018 και τους πρώτους μήνες του 2019 θετική σωρευτική καθαρή ροή, παραμένει συνολικά υποτονική. Αισιόδοξες ενδείξεις παρέχουν τα αποτελέσματα από τις έρευνες για τις τραπεζικές χορηγήσεις στην Ελλάδα καθώς δείχνουν αύξηση της διαθεσιμότητας όλων των μορφών τραπεζικών πιστώσεων όχι μόνο λόγω σχετικά μεγαλύτερης προθυμίας των τραπεζών να χορηγήσουν χρηματοδότηση, αλλά και λόγω των ευνοϊκότερων προοπτικών των υποψήφιων για δανεισμό επιχειρήσεων. Στην κατεύθυνση ενίσχυσης των παρεχόμενων πιστώσεων για επενδύσεις είναι θετικό ότι έχουν ενταθεί οι προσπάθειες αξιοποίησης νέων αλλά και υφιστάμενων εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης και υποστήριξης της επιχειρηματικότητας, καθώς και των έργων υποδομής μέσω προγραμμάτων συγχρηματοδότησης και παροχής εγγυήσεων από διεθνείς κυρίως φορείς (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης).
Η αλλαγή σελίδας για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αντανακλάται και στη συμπεριφορά των επενδυτών απέναντι στα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου. Είναι ενδεικτικό το μεγάλο ενδιαφέρον των επενδυτών του εξωτερικού για τα προσφάτως εκδοθέντα ομόλογα πενταετούς και δεκαετούς διάρκειας που επανέφεραν τη χώρα στο επενδυτικό ραντάρ των διεθνών επενδυτών. Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου έχει επιστρέψει σε προ κρίσης επίπεδα και διαμορφώνεται κοντά στο 3,3%, ενώ τους τέσσερεις πρώτους μήνες του 2019 ο γενικός δείκτης τιμών μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών εμφάνισε σημαντική άνοδο, εξέλιξη που συνδέεται με τις προοπτικές κερδοφορίας των επιχειρήσεων καθώς έχει διαφανεί θετική τάση των μεγεθών που συνδέονται με τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία.
Για το 2019, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,9%, με τους κύριους προσδιοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης αυτής να εκτιμάται ότι θα είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις, οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση. Η εκτίμηση αυτή έχει λάβει, στο μέτρο του δυνατού, υπόψη τους κινδύνους που προέρχονται κυρίως από το εξωτερικό περιβάλλον. Ενδεικτικά να αναφέρω την αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων των διεθνών οργανισμών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας και κυρίως την ανάπτυξη στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το Μάρτιο του 2019, ο ρυθμός ανάπτυξης της ζώνης του ευρώ αναμένεται να υποχωρήσει από 1,9% το 2018 σε 1,1% το 2019.
Συνοψίζοντας, το 2018 αποτέλεσε έτος - ορόσημο για την ελληνική οικονομία με τη χώρα να έχει εξέλθει επιτυχώς από το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, ανοίγοντας το δρόμο για ένα πιο αισιόδοξο 2019. Η ισχυρή θετική δυναμική τόσο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, όσο και της αποκλιμάκωσης των αποδόσεων των τίτλων του δημοσίου τους πρώτους μήνες του 2019, υποδηλώνουν την σημαντική ενίσχυση των προσδοκιών του επενδυτικού κοινού για την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.