EN

Άρθρα & Συνεντεύξεις

  • Κοινοποίηση:

Άρθρο του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Θεόδωρου Μητράκου στην εφημερίδα «Η Εφημερίδα των Συντακτών»: “Απολύτως αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής – Ανησυχητική διεύρυνση των ανισοτήτων”

12/12/2019 - Άρθρα & Συνεντεύξεις

Η οικονομική ανισότητα στις επιμέρους χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) βρίσκεται σε ιστορικώς υψηλό επίπεδο, καθώς η ανάπτυξη φαίνεται να μη διαχέεται ομοιόμορφα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η κατάσταση με βάση δείκτες ανισοτήτων πέραν των εισοδηματικών, ιδίως δε εκείνους που αντανακλούν ανισότητες ως προς τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες πρόσβασης των πολιτών στις παρεχόμενες υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμός κ.λπ.), την ποιότητα ζωής και την ευημερία των πολιτών. Η διεύρυνση των ανισοτήτων αυτών δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία της δημοκρατίας και την κοινωνική συνοχή, ενώ, εκτός των άλλων, έχει οδηγήσει σε μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και στις εθνικές κυβερνήσεις.

Όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία για την Ελλάδα, η χώρα εισήλθε στην κρίση με υψηλό επίπεδο ανισότητας και φτώχειας συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το οποίο αυξήθηκε ακόμη περισσότερο τα πρώτα έτη της κρίσης, ιδίως σε σύγκριση με το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών πριν από την κρίση. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών στην Ελλάδα για το 2018, το 44,9% του πληθυσμού θα κατατασσόταν ως φτωχό με βάση το κατώφλι της φτώχειας (γραμμή ή όριο φτώχειας) και τις συνθήκες του 2008. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2008 ήταν μόλις 20,1%. Έτσι, με σταθερό κατώφλι στο προ κρίσης επίπεδο, η φτώχεια αυξήθηκε δραματικά στην περίοδο της κρίσης και παραμένει σήμερα ιδιαίτερα υψηλή παρά την αποκλιμάκωση τα δύο τελευταία έτη. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην περίοδο της κρίσης που ουσιαστικά μετατόπισαν όλη την κατανομή του εισοδήματος προς τα κάτω. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ακόμα πολύ μακριά από το να καλύψουμε το χαμένο έδαφος της κρίσης, σε όρους βιοτικού επιπέδου.

Η κατάσταση όμως είναι πολύ διαφορετική σε σχετικούς όρους, όταν δηλαδή η σύγκριση γίνεται με βάση την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών σε κάθε έτος. Με μεταβαλλόμενο το κατώφλι της φτώχειας οριζόμενο για παράδειγμα ως το 60% του διάμεσου εισοδήματος των νοικοκυριών για κάθε έτος, ο κίνδυνος (σχετικής) φτώχειας αλλά και η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκαν κατά τα πρώτα έτη της κρίσης, ενώ στη συνέχεια αποκλιμακώθηκαν και μάλιστα ανέρχονται πλέον σε χαμηλότερο από το προ κρίσης επίπεδο, παραμένοντας όμως σε υψηλότερο επίπεδο από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Ειδικότερα, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας (ή το ποσοστό φτώχειας) από περίπου 20% την περίοδο 2008-10, αυξήθηκε σε 23,1% το 2012-13 για να αποκλιμακωθεί σταθερά στη συνέχεια, φθάνοντας στο 18,5% το 2018.

Οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν ομοιόμορφες για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες. Πράγματι, η ομάδα των ανέργων εισήλθε στην πρόσφατη κρίση με εξαιρετικά υψηλό ποσοστό σχετικής φτώχειας το οποίο διευρύνθηκε δραματικά, παραμένοντας ακόμα και σήμερα 2,3 φορές υψηλότερο σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού (ποσοστό φτώχειας για την ομάδα των ανέργων 43,3% έναντι 18,5% για το σύνολο του πληθυσμού). Υψηλότερο ποσοστό σχετικής φτώχειας καταγράφεται και για την ομάδα των παιδιών (0-17 ετών, ποσοστό φτώχειας 22,7%), ενώ για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω το αντίστοιχο ποσοστό έχει πλέον περιοριστεί σημαντικά (11,6%). Έτσι, με βάση τα διαθέσιμα ευρήματα και την εμπειρία της πρόσφατης κρίσης, ο επαναπροσδιορισμός των βασικών παραμέτρων της κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας, υπέρ των ανέργων και των νεότερων ζευγαριών με παιδιά, προβάλλει πλέον ως επιτακτικά αναγκαίος.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι