Ισοζύγιο Εξωτερικών Συναλλαγών: ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2000
10/07/2000 - Δελτία Τύπου
Τετράμηνο Ιανουαρίου - Απριλίου 2000
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2000 αυξήθηκε κατά 1.397 εκατ. ευρώ σε σχέση με εκείνο της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους και διαμορφώθηκε σε 2.806 εκατ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της αύξησης, κυρίως, του εμπορικού ελλείμματος, ενώ στην ίδια περίοδο το πλεόνασμα του ισοζυγίου μεταβιβάσεων παρουσίασε σημαντική άνοδο. Σημειώνεται ότι η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών εντοπίζεται αποκλειστικά στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, ενώ το έλλειμμα του μηνός Απριλίου ήταν ελαφρά χαμηλότερο από το έλλειμμα του Απριλίου 1999.
΄Οσον αφορά τη διαμόρφωση του εμπορικού ελλείμματος στο πρώτο τετράμηνο του 2000 παρατηρήθηκε αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου καυσίμων κατά 774 εκατ. ευρώ, αλλά και του ισοζυγίου εκτός καυσίμων κατά 1.778 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η δαπάνη για καύσιμα στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2000 ήταν υπερτριπλάσια από εκείνη του πρώτου τετραμήνου του 1999, ως αποτέλεσμα κυρίως της ανόδου των διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου. Συγκεκριμένα η μέση τιμή του αργού πετρελαίου στο πρώτο τετράμηνο του 2000 διαμορφώθηκε σε 25,8 δολάρια ανά βαρέλι, έναντι 12,3 δολάρια ανά βαρέλι στην ίδια περίοδο του 1999. Η διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου εκτός καυσίμων οφείλεται στη μεγάλη άνοδο της εισαγωγικής δαπάνης (κατά 1.858 εκατ. ευρώ), και αφορά κυρίως ίσου περίπου μεγέθους αύξηση των εισαγωγών τριών βασικών κατηγοριών αγαθών και συγκεκριμένα: α)Μηχανολογικού εξοπλισμού και υπολογιστών, β)Ηλεκτρικών μηχανών και εξοπλισμού ενσύρματης και κινητής τηλεφωνίας και γ) Επιβατηγών αυτοκινήτων. Οι εισαγωγές των δύο πρώτων κατηγοριών συνδέονται άμεσα με την αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα, ενώ η δαπάνη για εισαγόμενα αυτοκίνητα εξακολουθεί να στηρίζεται από την ταχεία -αν και επιβραδυνόμενη- επέκταση των καταναλωτικών δανείων. ΄Οσον αφορά το ισοζύγιο υπηρεσιών, άνοδο παρουσίασαν τόσο οι εισπράξεις όσο και οι πληρωμές από τουριστικές και μεταφορικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα το πλεόνασμα του να μη μεταβληθεί σημαντικά έναντι του αντίστοιχου τετραμήνου του 1999. Μικρή διεύρυνση κατά 159 εκατ. ευρώ σημείωσε και το έλλειμμα του ισοζυγίου εισοδημάτων, ως αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των πληρωμών για τόκους, μερίσματα και κέρδη, που υπερκάλυψε την άνοδο των αντίστοιχων εισροών. Τέλος, το ισοζύγιο μεταβιβάσεων παρουσίασε σημαντική βελτίωση (αύξηση του πλεονάσματος κατά 1.275 εκατ. ευρώ), η οποία οφείλεται κυρίως στην άνοδο των μεταβιβάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 1999 (α’ τετράμηνο 1999: 1.624 εκατ. ευρώ, α’ τετράμηνο 2000: 2.971 εκατ. ευρώ) .
΄Οσον αφορά το ισοζύγιο χρηματοικονομικών συναλλαγών, στο τετράμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2000 σημειώθηκε καθαρή εκροή στην κατηγορία των αμέσων επενδύσεων, ύψους 222 εκατ. ευρώ, η οποία συνδέεται κυρίως με εξαγωγή κεφαλαίων από ελληνικές επιχειρήσεις προς το εξωτερικό, ιδιαίτερα στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, για συμμετοχές σε εκεί εγκατεστημένες επιχειρήσεις. Αντίθετα καθαρή εισροή, ύψους 2.765 εκατ. ευρώ, παρατηρήθηκε στην κατηγορία των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, η οποία οφείλεται κυρίως στην εισροή κεφαλαίων για αγορά τίτλων του ελληνικού Δημοσίου από κατοίκους εξωτερικού. Τέλος στην κατηγορία των «λοιπών επενδύσεων» σημειώθηκε αφενός επανεισαγωγή κεφαλαίων από κατοίκους ύψους 1.163 εκατ. ευρώ και αφετέρου εξαγωγή κεφαλαίων από μη κατοίκους ύψους 2.949 εκατ. ευρώ. Οι κινήσεις αυτές αφορούν κυρίως καταθέσεις και ειδικότερα καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν να περιοριστούν τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας και να διαμορφωθούν σε 16,7 δισεκ. δολ., στο τέλος Απριλίου 2000 έναντι 18,9 δισεκ. δολ. στο τέλος Δεκεμβρίου 1999. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία το ύψος των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας στο τέλος Ιουνίου 2000 διαμορφώθηκε σε 15,7 δισεκ. δολάρια.