«The NPL issue and possible resolutions». Συζήτηση με τον κ. Θ. Μητράκο, Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και τη Δημοσιογράφο κα Ν. Μαλλιάρα, 18th PRODEXPO
17/10/2017 - Ομιλίες
Ποιές είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας;
Το 2017 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε αναπτυξιακή τροχιά με αισιόδοξες προοπτικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2017 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε σε 0,4% και 0,8% αντίστοιχα σε ετήσια βάση λόγω της θετικής συνεισφοράς πρωτίστως των καθαρών εξαγωγών και μετέπειτα της δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης. Αναμένεται ότι η οικονομική δραστηριότητα θα βελτιωθεί περαιτέρω τα επόμενα τρίμηνα με την αποτύπωση της αυξημένης τουριστικής κίνησης της καλοκαιρινής περιόδου, τη συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών αγαθών αλλά και τις ευεργετικές συνέπειες από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την επιτυχή έξοδο στις αγορές.
Η βελτίωση της εμπιστοσύνης αντανακλάται, άλλωστε, σε αρκετούς πρόδρομους και απολογιστικούς δείκτες. Ενδεικτικά, ο δείκτης οικονομικού κλίματος συνέχισε την ανοδική του πορεία και διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο στο υψηλότερο, από το Νοέμβριο του 2014, επίπεδο (τιμή 100,9). Παράλληλα, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών (PMI) αυξήθηκε εντυπωσιακά το Σεπτέμβριο σε ιστορικό υψηλό 9 ετών (τιμή 52,8) και διαμορφώθηκε για τέταρτο συνεχή μήνα σε επίπεδο άνω του 50. Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάζει αύξηση 5,3% το επτάμηνο Ιανουαρίου -Ιουλίου καταδεικνύοντας την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομικής δραστηριότητας από την πλευρά της προσφοράς. Ο όγκος λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 2,4% το πρώτο εξάμηνο του έτους, ο όγκος των οικοδομικών αδειών αυξήθηκε κατά 24,0% την ίδια περίοδο, ενώ ανοδικά συνέχισαν να κινούνται και οι πωλήσεις επιβατηγών αυτοκινήτων (κατά 20,6% το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2017) επιβεβαιώνοντας την αναπτυξιακή δυναμική από την πλευρά της ζήτησης.
Για το σύνολο του έτους η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι η αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος θα ανέλθει σε 1,7% σε ετήσια βάση. Οι αισιόδοξες προοπτικές δεν πρέπει να αποτελέσουν αφορμή για να εφησυχάζουμε. Αντίθετα, επιβάλλεται να χτίσουμε πάνω σε αυτά που έχουμε πετύχει και να επιταχύνουμε το ρυθμό υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, ώστε να παγιωθεί η αναπτυξιακή ορμή της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό επιβάλλεται η δρομολόγηση μιας ακολουθίας γεγονότων:
Ταχεία ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης η οποία με τη σειρά της θα διευκολύνει την εκ νέου έξοδο στις αγορές, ώστε σταδιακά να διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την οριστική έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης τον Αύγουστο του 2018.
• Επίσπευση των συζητήσεων και της λήψης των αναγκαίων αποφάσεων για τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
• Επιτάχυνση των διαδικασιών διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω των οποίων θα στηριχθούν οι πραγματικά βιώσιμες επιχειρήσεις και θα αναθερμανθεί η αγορά ακινήτων με τη διαμόρφωση αντιπροσωπευτικών τιμών μέσω πραγματικής προσφοράς και ζήτησης.
• Εμβάθυνση των συνεργασιών μεταξύ κράτους και ιδιωτών στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την αξιοποίηση των στρατηγικών πλεονεκτημάτων της χώρας, με έμφαση στην ενέργεια, τις μεταφορές, τα logistics και τον τουρισμό, που με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για ολόκληρη την οικονομία.
Το κατάλληλο περιβάλλον θα κινητοποιήσει την εισροή νέων κεφαλαίων, όπως για παράδειγμα από εταιρίες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων ή επιχειρηματικών συμμετοχών, οι οποίες σε συνεργασία με τις τράπεζες θα ενισχύσουν τις δυνατότητες χρηματοδότησης και ανάπτυξης της οικονομίας. Παράλληλα, θα δημιουργήσουν συνθήκες αξιοποίησης του υψηλού μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων, εξέλιξη που θα ανασχέσει την εκροή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain) και θα λειτουργήσει ανατροφοδοτικά στην προσέλκυση επενδύσεων εντάσεως ανθρώπινου κεφαλαίου.
Ποιά είναι η κατάσταση στον τραπεζικό τομέα; Τι θα μπορούσατε να σχολιάσετε σχετικά με το συμβιβασμό ΕΚΤ - ΔΝΤ για τα stress test και την αντιμετώπιση της μεγάλης πρόκλησης των κόκκινων δανείων;
Όσον αφορά τον τραπεζικό κλάδο, είναι φανερό ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια καθώς καταγράφεται θετική οργανική κερδοφορία, έστω και μικρή, για σειρά τριμήνων, ενώ παρατηρείται και συνεχής βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, με επιστροφή καταθέσεων και σημαντική μείωση της εξάρτησης από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA).
Ενδεικτικά, από το τέλος Μαΐου του 2016, οπότε και ολοκληρώθηκε η πρώτη αξιολόγηση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, μέχρι και τον Αύγουστο του 2017 οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 7,3 δισεκ. ευρώ. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις διαμορφώνεται πλέον σε 114,5%, σημαντικά βελτιώμενος σε σχέση με το παρελθόν.
Παράλληλα, το ανώτατο όριο παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες μειώθηκε από 69,1 δισεκ. σε 33,9 δισεκ. ευρώ (και πιο πρόσφατα σε 33,2 δισεκ. ευρώ), ενώ ιδιαίτερα θετική εξέλιξη αποτελεί η έκδοση καλυμμένου ομολόγου ύψους €750 εκατ. από την Εθνική Τράπεζα, η οποία σηματοδοτεί την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές ομολόγων μετά από τρία χρόνια. Επίσης, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε επίπεδο συστήματος ανέρχεται σε 17,1% με το κεφαλαιακό απόθεμα πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις να διαμορφώνεται σε περίπου €12,6 δισεκ.
Αναφορικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, πράγματι η αντιμετώπισή τους αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Θετική εξέλιξη αποτελεί η σταδιακή αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Με στοιχεία Ιουνίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 2,0% και 3,2% συγκριτικά με το τέλος του Μαρτίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 102,9 δισεκ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο παρατηρείται μείωση κατά 5,2% ή 5,7 δισεκ. ευρώ. Μέχρι τώρα οι τράπεζες κινήθηκαν εντός των επιχειρησιακών στόχων που έχουν τεθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Εκτιμάται ότι θα εντείνουν τις προσπάθειές τους αξιοποιώντας και το θεσμικό «οπλοστάσιο» που έχει διαμορφωθεί για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αξίζει να επισημανθεί το ικανοποιητικό ποσοστό κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων από συσσωρευμένες προβλέψεις, το οποίο ανερχόταν σε 48,3% τον Ιούνιο του 2017, ενώ αν ληφθεί υπόψη και η αξία των εξασφαλίσεων τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι σχεδόν πλήρως καλυμμένα.
Υπό το πρίσμα αυτό, νομίζω ότι ήταν λίγο υπερβολικός ο θόρυβος περί AQRs και κεφαλαιακών αναγκών, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει αναπτύξει τη δυναμική που συζητήσαμε νωρίτερα.
Υπάρχει το πλαίσιο για να λυθεί το πρόβλημα; Τι έχει κάνει η ΤτΕ προς αυτή την κατεύθυνση, τι χρειάζεται ακόμη;
Όπως προανέφερα το πλαίσιο υπάρχει ήδη. Οι προσπάθειες της Πολιτείας και της Τράπεζας της Ελλάδος κινήθηκαν σε τρεις κυρίως άξονες:
• την ενίσχυση του εποπτικού και ρυθμιστικού πλαισίου
• την άρση θεσμικών και διοικητικών εμποδίων
• και τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς διαχείρισης και απόκτησης δανείων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εγκαίρως ανέδειξε τη σημασία της ενίσχυσης του εποπτικού πλαισίου με την καθοδήγηση των τραπεζών σχετικά με τις πολιτικές διαχείρισης και παρακολούθησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με αποτέλεσμα να διαθέτουμε το πλέον αναλυτικό πλαίσιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προσέγγιση αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην αναβάθμιση των μηχανογραφικών συστημάτων των τραπεζών και των σχετικών διαδικασιών για τη χάραξη και εφαρμογή πολιτικής για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων. Η θέσπιση επιχειρησιακών στόχων σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η στενή παρακολούθησή τους αποτελούν ένα ισχυρό εποπτικό εργαλείο.
Παράλληλα, η Πολιτεία φρόντισε για την άρση των θεσμικών και διοικητικών εμποδίων που καθυστερούσαν την αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με την απλοποίηση και επιτάχυνση των πτωχευτικών διαδικασιών, την προστασία μόνο των ευάλωτων δανειοληπτών και όχι των στρατηγικών κακοπληρωτών, την άρση φορολογικών αντικινήτρων και πρόσφατα με τη διαμόρφωση πλαισίου για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών.
Τέλος, διαμορφώθηκε το πλαίσιο για τη διαχείριση δανείων από εξειδικευμένες εταιρείες και τη μεταβίβαση δανείων, εξέλιξη που θα συμβάλει θετικά στη δημιουργία ενεργούς δευτερογενούς αγοράς δανείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αδειοδοτήσει ήδη οκτώ εταιρίες διαχείρισης δανείων που φέρνουν σημαντική τεχνογνωσία από το εξωτερικό.
Αυτό που απομένει είναι να ενταθεί η από κοινού προσπάθεια όλων των εμπλεκομένων (τράπεζες, δανειολήπτες, πολιτεία, παραγωγικοί φορείς, κοινωνία πολιτών κ.ά.). Οι τράπεζες οφείλουν γρήγορα να διευρύνουν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και τη λήψη οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους οφείλουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης, αναδιάρθρωσης των εταιρικών τους δομών και των δραστηριοτήτων τους, επιδίωξης συνεργασιών, προσανατολισμού προς αγορές του εξωτερικού και διαφοροποίησης των πηγών χρηματοδότησής τους.
Είναι εφικτή η στοχοθεσία των τραπεζών για τη μείωση των κόκκινων δανείων; Πώς θα επιτευχθούν οι στόχοι;
Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά περίπου 40% την περίοδο από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι το Δεκέμβριο του 2019. Όπως προανέφερα μέχρι τώρα κινούνται εντός στόχων (υπερκάλυψη στόχου κατά 1,6 δις), αν και σε μεγάλο βαθμό χάρη σε διαγραφές δανείων (3,3 δις € το 1ο εξάμηνο του 2017).
Σύμφωνα με το σχεδιασμό τους, η μεγαλύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα επιτευχθεί το 2018 και το 2019, και εκτιμάται ότι θα προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις (30,8 δις) και από διαγραφές δανείων (13,9 δις). Θα συμβάλουν επίσης οι πωλήσεις δανείων (7,4 δις) και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (11,5 δις). Η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και η στροφή σε μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις αναμένεται να βελτιώσει το βαθμό επιτυχίας των ρυθμίσεων και να μειώσει το ρυθμό σχηματισμού νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, διευκολύνοντας την εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου.
Εκτιμώ ότι με βάση τα όσα έχουμε συζητήσει μέχρι στιγμής ο στόχος είναι εφικτός, αλλά ιδανικά θα ήθελα οι τράπεζες να τον ξεπεράσουν.
Μείζον θέμα είναι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί. Αυτοί δεν θα έχουν επιπτώσεις στην κτηματαγορά;
Αρχικά θα ήθελα να γίνει σαφές γιατί είναι αναγκαίο να προχωρήσουν πλέον οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί:
• Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των «στρατηγικών κακοπληρωτών» και του ηθικού κινδύνου που συνεπάγεται η ουσιαστική αδυναμία ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων.
• Για να λειτουργήσει ως μηχανισμός πίεσης για εθελοντική ρύθμιση δανείων μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του μηχανισμού εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
• Για να διαμορφωθούν τιμές αγοράς για την αξία των εξασφαλίσεων, ώστε να μην χρησιμοποιούνται αυθαίρετες υποθέσεις κατά τις εποπτικές αξιολογήσεις (π.χ. στις επικείμενες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων – stress test).
• Για την ενίσχυση της διαφάνειας της εν λόγω αγοράς και την προσέλκυση νέων κατηγοριών επενδυτών με άμεσο όφελος τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τις τράπεζες.
• Για να καταστεί επιτεύξιμος ο στόχος ρευστοποίησης εξασφαλίσεων και ανάκτησης απαιτήσεων που έχουν θέσει οι τράπεζες στο πλαίσιο της ευρύτερης στοχοθεσίας για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Είναι προφανές ότι θα επηρεαστεί η αγορά σε περίπτωση μαζικών ρευστοποιήσεων. Ωστόσο, οι τράπεζες έχουν χαρτογραφήσει τα χαρτοφυλάκια τους και θα ξεκινήσουν με ακίνητα μεγάλης αξίας, επαγγελματικά, για τα οποία υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον. Επίσης, οι τράπεζες θα επιλέξουν να διακρατήσουν οι ίδιες σημαντικά ακίνητα σε περίπτωση απαξιωτικών τιμών στους πλειστηριασμούς.
Δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η αγορά ακινήτων είναι η απουσία αντιπροσωπευτικών τιμών. Η λειτουργία των πλειστηριασμών θα δημιουργήσει συνθήκες πραγματικής προσφοράς και ζήτησης και θα συμβάλει στην αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων μεσοπρόθεσμα. Η εκτίμησή μου είναι ότι η αγορά θα διαφοροποιηθεί σε καλά επαγγελματικά και επενδυτικού ενδιαφέροντος ακίνητα τα οποία θα διατηρήσουν ή και θα αυξήσουν τις αξίες τους και τα παλιά ακίνητα στις υποβαθμισμένες περιοχές για τα οποία δε φαίνεται να υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον και οι αξίες θα μειωθούν.
Tόσο οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, όσο και οι ρευστοποιήσεις κόκκινων χαρτοφυλακίων δεν θα πλήξουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών;
Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να τονίσω ότι ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε επίπεδο συστήματος ανέρχεται στο 17,1% (Ιούνιος 2017), σημαντικά υψηλότερα από τις ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να διαθέτουν κεφαλαιακό απόθεμα της τάξης των €12,6 δισεκ.
Επίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2017 η λειτουργική κερδοφορία των τραπεζών υπερκάλυψε το κόστος του πιστωτικού κινδύνου, το οποίο παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Μάλιστα σύμφωνα με τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους που έχουν συμφωνηθεί, η λειτουργική κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται τα επόμενα χρόνια να συμβάλει περαιτέρω στην εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.
Τέλος, όπως προανέφερα, η κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων από συσσωρευμένες προβλέψεις ανέρχεται σε 48,3%, ενώ αν ληφθεί υπόψη και η αξία των εξασφαλίσεων η συνολική κάλυψη ανέρχεται σε 98%.
Κατά συνέπεια, η οποία επίπτωση στα αποτελέσματα και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και την πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτιμάται ότι αν υπάρχει θα είναι μικρή και απολύτως διαχειρίσιμη.
Μάλιστα, η ενεργητικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μπορεί να επιφέρει και οφέλη, αφού μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός πίεσης για μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, ενώ θα απελευθερώσει χρηματοδοτικούς και ανθρώπινους πόρους για τη χρηματοδότηση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Ποιές είναι οι εκτιμήσεις για τα επιχειρηματικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα;
Τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια αποτελούν το 59,5% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανέρχονταν σε €61,2 δισεκ. τον Ιούνιο του 2017. Εξ αυτών τα €26,3 δισεκ. αφορούσαν δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, €16,6 δισεκ. δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, €15,3 δισεκ. δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις και €2,9 δισεκ. δάνεια προς ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ιδιαίτερα υψηλό για τα δάνεια προς πολύ μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (67,8%) και στα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις (59,8%). Αντίθετα, στα δάνεια προς μεγάλες επιχειρήσεις το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων διαμορφώνεται στο 25%.
Στο πλαίσιο των επιχειρησιακών στόχων που έχουν τεθεί για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αναμένεται να μειωθούν τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση κατά περίπου €22,6 δισεκ. συνεισφέροντας σχεδόν τα 2/3 της συνολικής μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στην επίτευξη του παραπάνω στόχου αναμένεται να συμβάλλουν:
• Ο μηχανισμός εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών που παρέχει τη δυνατότητα συνολικής και συντονισμένης διευθέτησης όλων των οφειλών μιας επιχείρησης. Μάλιστα, επίκειται η έκδοση Κοινής Υπουργικής Απόφασης με απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης για τις οφειλές ύψους €20-50 χιλιάδες.
• Η συντονισμένη διαχείριση κοινών πιστούχων από την πλευρά των τραπεζών σε συνδυασμό με τη διενέργεια μελετών βιωσιμότητας.
• Η βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και των προοπτικών.
• Η απλοποίηση και επιτάχυνση των διαδικασιών του πτωχευτικού δικαίου με διττό στόχο τη ρευστοποίηση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων και τη μείωση των «στρατηγικών κακοπληρωτών».
Η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων αποτελεί ευκαιρία για επιβράβευση της υγιούς επιχειρηματικότητας (δίνοντας 2η ευκαιρία σε βιώσιμες επιχειρήσεις) καθώς και στροφής του αναπτυξιακού μοντέλου σε εξωστρεφείς, καινοτόμους κλάδους εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Ως κοινωνία πρέπει να βλέπουμε την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών δανείων ως ευκαιρία για «ανασύνταξη υγειών δυνάμεων».
Τι γίνεται με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο και να αποκατασταθεί η κουλτούρα πληρωμών; Πρέπει να γίνουν αλλαγές στο νόμο Κατσέλη;
Το φαινόμενο των «στρατηγικών κακοπληρωτών» είναι υπαρκτό και μας απασχολεί ιδιαίτερα. Οι εκτιμήσεις για το πλήθος των «στρατηγικών κακοπληρωτών» ποικίλουν, αλλά φαίνεται ότι αποτελούν περίπου το 1/5 του συνόλου των δανειοληπτών που δεν εξυπηρετούν τα δάνεια τους. Ωστόσο, θεωρώ ότι πλέον οι τράπεζες, μέσα και από τις αλλαγές που υποχρεώθηκαν να κάνουν στο πλαίσιο αναβάθμισης των πληροφοριακών τους συστημάτων και ανάλυσης του χαρτοφυλακίου τους, γνωρίζουν καλύτερα τους πελάτες τους και είναι σε θέση να διαχωρίσουν τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» από αυτούς που αντιμετωπίζουν πραγματική αδυναμία.
Ο κυριότερες αιτίες που συνέβαλαν στην εμφάνιση του φαινομένου ήταν:
• Τα ευρεία κριτήρια για την παροχή νομικής προστασίας σε συνδυασμό με τον βραδύ ρυθμό απονομής δικαιοσύνης. Σε καθεστώς νομικής προστασίας υπάγονται €9,5 δισεκ. στεγαστικά δάνεια (δηλαδή σχεδόν το 1/3 των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων), €3,5 δισεκ. καταναλωτικά δάνεια (περίπου το 25%) και περίπου €2,3 δισεκ. επιχειρηματικά δάνεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκκρεμούν ακόμη χιλιάδες υποθέσεις του Ν. 3723/2010 («νόμος Κατσέλη»), ενώ σε όσες έχουν εκδικαστεί διαφαίνεται ότι σχεδόν στο 40% των περιπτώσεων οι δανειολήπτες είτε δεν πληρούσαν τα κριτήρια υπαγωγής είτε δύνανται να αποπληρώσουν το σύνολο των οφειλών τους.
• Τα διοικητικά και πρακτικά εμπόδια στη διαδικασία ρευστοποίησης εξασφαλίσεων. Το «πάγωμα» των πλειστηριασμών οικιστικών ακινήτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, η γραφειοκρατική διαδικασία διενέργειάς τους και η προτεραιότητα του Δημοσίου, που ίσχυε στο παρελθόν, καθιστούσαν αδύναμη την απειλή του πλειστηριασμού ενθαρρύνοντας τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
• Οι σύνθετες και χρονοβόρες διαδικασίες του πτωχευτικού δικαίου.
Η Πολιτεία έχει ήδη βελτιώσει ουσιαστικά το θεσμικό πλαίσιο:
• Θεσπίστηκαν εύλογα κριτήρια για την υπαγωγή στο Ν. 3723/2010, ώστε να προστατεύονται μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά.
• Επιταχύνθηκαν οι διαδικασίες του πτωχευτικού δικαίου και ενισχύθηκαν τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι των μη συναινούντων μετόχων.
• Οι πιστωτές που έχουν εξασφάλιση προηγούνται στην κατανομή μέρος του πλειστηριάσματος.
Η ενεργοποίηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, θα διευκολύνει τη διαδικασία με όρους διαφάνειας, και θα δώσει το στίγμα ότι η κοινωνία μας δεν ανέχεται τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές». Εξάλλου, το κόστος της αντικοινωνικής αυτής συμπεριφοράς το επωμιζόμαστε όλοι μέσω υψηλότερων δανειακών επιτοκίων, της ανάγκης σχηματισμού υψηλότερων προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο από την πλευρά των τραπεζών και της αποστέρησης πόρων για την χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων και καινοτόμων επενδύσεων.
Παράλληλα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης καταβάλει προσπάθεια επιτάχυνσης του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης με την πρόσληψη νέων Δικαστών, ενώ διενεργεί και μελέτη για την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που έχουν θεσμοθετηθεί.