Οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος παίζουν σημαντικό ρόλο στη νομισματική πολιτική. Εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε αποκεντρωμένη βάση, και αποσκοπούν στον επηρεασμό των επιτοκίων, τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι πράξεις ανοικτής αγοράς του Ευρωσυστήματος παίζουν σημαντικό ρόλο στη νομισματική πολιτική. Εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σε αποκεντρωμένη βάση, και αποσκοπούν στον επηρεασμό των επιτοκίων τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και τη σηματοδότηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής.
Οι πράξεις ανοικτής αγοράς διενεργούνται κατά κύριο λόγο με τη μορφή αντιστρεπτέων συναλλαγών, δηλαδή συναλλαγών μέσω των οποίων το Ευρωσύστημα αγοράζει ή πωλεί αποδεκτούς τίτλους με συμφωνία επαναγοράς ή χορηγεί δάνεια έναντι ενεχύρου επί αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων.
Ανάλογα με την τακτικότητα και τον τρόπο εκτέλεσής τους, οι πράξεις ανοικτής αγοράς μπορούν να ταξινομηθούν στις ακόλουθες τέσσερις κατηγορίες:
- πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης,
- πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης,
- πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας,
- διαρθρωτικές πράξεις.
Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης είναι οι σημαντικότερες πράξεις ανοικτής αγοράς που διενεργεί το Ευρωσύστημα και αποτελούν βασικό άξονα για την επίτευξη των σκοπών του.
Διενεργούνται κάθε εβδομάδα και παρέχουν ρευστότητα στις εμπορικές τράπεζες διάρκειας μίας εβδομάδας. Αυτές οι πράξεις εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες με τη μορφή τακτικών δημοπρασιών.
Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης στοχεύουν στην παροχή πρόσθετης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Διενεργούνται σε τακτική βάση και παρέχουν ρευστότητα διάρκειας συνήθως τριών μηνών. Σε αυτές τις πράξεις, το Ευρωσύστημα ενεργεί ως αποδέκτης τιμών, δέχεται δηλαδή προσφορές τιμών ή επιτοκίων, χωρίς να σκοπεύει να σηματοδοτήσει το επίπεδο των επιτοκίων στην αγορά.
Οι κύριες και οι πιο μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης εκτελούνται σύμφωνα με το ημερολόγιο δημοπρασιών του Ευρωσυστήματος, που ανακοινώνεται τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την αρχή κάθε έτους.
Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας εκτελούνται εκτάκτως με σκοπό τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και, ειδικότερα, προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις στα επιτόκια που προκαλούνται από απροσδόκητες διακυμάνσεις ρευστότητας στην αγορά.
Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας, εκτελούνται πρωτίστως ως αντιστρεπτέες συναλλαγές, αλλά μπορούν επίσης να λάβουν τη μορφή οριστικής πράξης (αγοράς ή πώλησης), ανταλλαγής νομισμάτων και αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας.
Οι πράξεις αυτές διενεργούνται συνήθως από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες με έκτακτες δημοπρασίες, αν και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν διμερείς διαδικασίες.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει εάν, σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας μπορούν να διενεργηθούν από την ίδια την ΕΚΤ.
Επιπλέον, το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργήσει διαρθρωτικές πράξεις προκειμένου να ρυθμιστεί η διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Οι διαρθρωτικές πράξεις υπό τη μορφή των αντιστρεπτέων συναλλαγών και η έκδοση των πιστοποιητικών χρέους, διενεργούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, συνήθως μέσω τακτικών δημοπρασιών.
Οι διαρθρωτικές πράξεις υπό μορφή οριστικών συναλλαγών εκτελούνται συνήθως μέσω των διμερών διαδικασιών.