EN

Στόχος της νομισματικής πολιτικής

Σταθερότητα των τιμών

Πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών στη ζώνη του ευρώ.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχει διατυπώσει έναν ποσοτικό ορισμό της σταθερότητας των τιμών. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται καλύτερα με την επιδίωξη στόχου για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτός ο στόχος είναι συμμετρικός, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρνητικές και οι θετικές αποκλίσεις του πληθωρισμού από τον στόχο είναι εξίσου ανεπιθύμητες. Όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο επίπεδο των ονομαστικών επιτοκίων, απαιτείται ιδιαίτερα σθεναρή ή επίμονη δράση από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αποτραπεί η παγίωση αρνητικών αποκλίσεων από τον στόχο για τον πληθωρισμό. Αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται επίσης μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός διαμορφώνεται μετρίως πάνω από τον στόχο.

Ο ορισμός της σταθερότητας των τιμών βασίζεται στα εξής στοιχεία:

  • Το βασικό μέτρο της εξέλιξης των τιμών στη ζώνη του ευρώ είναι ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), τον οποίο δημοσιεύει η EUROSTAT, η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο οποίος έχει εναρμονιστεί σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, με σκοπό τον υπολογισμό της εξέλιξης των τιμών σε συγκρίσιμη βάση. Είναι ο δείκτης που επιτρέπει τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση, των μεταβολών που σημειώνονται με την πάροδο του χρόνου στην τιμή ενός αντιπροσωπευτικού καλαθιού καταναλωτικών αγαθών στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ότι η συμπερίληψη του κόστους που σχετίζεται με την ιδιοκατοίκηση στον ΕνΔΤΚ θα απεικόνιζε καλύτερα τον πληθωρισμό που αφορά τα νοικοκυριά και ότι η συμπερίληψη της ιδιοκατοίκησης στον ΕνΔΤΚ είναι ένα πολυετές σχέδιο. Επομένως, στο ενδιάμεσο, θα λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο των αξιολογήσεων του Διοικητικού Συμβουλίου για τη νομισματική πολιτική, δείκτες μέτρησης του πληθωρισμού που περιλαμβάνουν αρχικές εκτιμήσεις του κόστους ιδιοκατοίκησης για να συμπληρώσει τη δέσμη ευρύτερων δεικτών πληθωρισμού που έχει στη διάθεσή του.
  • Ο ορισμός αφορά το ρυθμό πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ συνολικά και γι αυτό οι αποφάσεις για την ενιαία νομισματική πολιτική αποσκοπούν στην επίτευξη της σταθερότητας των τιμών σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Εξάλλου, σε μια νομισματική ένωση, η νομισματική πολιτική αποσκοπεί στη διαμόρφωση του μέσου επιπέδου των επιτοκίων της αγοράς χρήματος στο σύνολο της περιοχής αυτής και όχι στα μεμονωμένα κράτη μέλη της. Αυτό συμβαίνει επειδή το νόμισμα είναι ενιαίο (το ευρώ) και συνεπώς δεν μπορούν να καθορίζονται διαφορετικά επιτόκια νομισματικής πολιτικής για κάθε κράτος μέλος της ζώνης του ευρώ.
  • Η σταθερότητα των τιμών έχει μεσοπρόθεσμη προοπτική, εστιάζοντας στο ρυθμό πληθωρισμού διαχρονικά, αντί να επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμες ανόδους και υφέσεις, επειδή αυτές συνήθως προκύπτουν από εξωγενείς και βραχύβιους παράγοντες.

Υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται η εκπλήρωση του πρωταρχικού αυτού στόχου, η νοµισµατική πολιτική του Ευρωσυστήματος στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών, προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων τους. Σε αυτούς τους στόχους συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων η επίτευξη πλήρους απασχόλησης και ισόρροπης οικονομικής ανάπτυξης, και υψηλού επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος.

Γιατί είν​​​​αι σημαντική η σταθερότητα των τιμών;

Η σταθερότητα των τιμών είναι σημ​αντική γιατί διατηρεί την αγοραστική δύναμη του ευρώ.

Η σταθερότητα των τιμών είναι σημ​αντική γιατί διατηρεί την αγοραστική δύναμη του ευρώ.

Αν, για παράδειγμα, με 100 ευρώ μπορούμε σήμερα να αγοράσουμε τα ίδια αγαθά που μπορούσαμε να αγοράσουμε πριν από ένα ή δύο χρόνια, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για μία κατάσταση απόλυτης σταθερότητας των τιμών.

Από τότε που δ​​ημιουργήθηκε το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999, ο μέσος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ είναι 1,7%, δηλαδή χαμηλότερος από τα μέσα επίπεδα πληθωρισμού που σημειώνονταν στα κράτη μέλη πριν την ένωσή τους κατά τις δεκαετίες του '70, του '80 και του '90.

Τι πρόβλημα δημιουργεί η παρατεταμένη άνοδος ή πτώση των τιμών;

Η παρατεταμένη άνοδος των τιμών πολλών καταναλωτικών ειδών συνεπάγεται απώλεια αγοραστικής δύναμης, καθώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων των τιμών που δυσχεραίνει τον προγραμματισμό αποταμιεύσεων και επενδύσεων τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις.

Η παρατεταμένη άνοδος των τιμών πολλών καταναλωτικών ειδών συνεπάγεται απώλεια αγοραστικής δύναμης, καθώς δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων των τιμών που δυσχεραίνει τον προγραμματισμό αποταμιεύσεων και επενδύσεων τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Οι άνθρωποι μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στο νόμισμα καθώς αυτό χάνει γρήγορα την αξία του.

Από την άλλη πλευρά ο αποπληθωρισμός, δηλαδή μια συνεχιζόμενη, ευρείας κλίμακας πτώση των τιμών σε όλη την οικονομία η οποία δεν οφείλεται σε βελτιώσεις στην παραγωγικότητα, μπορεί να έχει και πάλι σημαντικές αρνητικές προεκτάσεις, γιατί μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο, αυτή τη φορά μειώσεων των τιμών.

Για παράδειγμα, οι καταναλωτικές αποφάσεις μπορεί να αναβάλλονται συστηματικά αν υπάρχουν προσδοκίες για χαμηλότερες τιμές στο μέλλον. Οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν έτσι να έχουν πρόβλημα καθώς δεν θα μπορούν να πωλήσουν τα προϊόντα τους. Μπορεί μάλιστα να χρειαστεί να μειώσουν ή να παγώσουν τους μισθούς ή ακόμη και να προχωρήσουν σε περικοπές του προσωπικού τους όσο υποχωρεί η ζήτηση, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας. Η οικονομία θα αρχίσει να επιβραδύνεται καθώς οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις μειώνουν τις δαπάνες και τις επενδύσεις τους.

Το ίδιο ισχύει και για τα δημόσια οικονομικά. Τα φορολογικά έσοδα υποχωρούν καθώς μειώνονται οι μισθοί και οι δαπάνες, αλλά το δημόσιο χρέος δεν θα μειώνεται και θα πρέπει να αποπληρωθεί. Αυτό σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί να γίνουν περικοπές και να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, για παράδειγμα στις υποδομές και την υγεία. Επομένως, οι αρνητικές συνέπειες του αποπληθωρισμού γίνονται αισθητές σε όλους.

Συνεπώς, οι μακρόχρονες περίοδοι υψηλού πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού ασκούν αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία.

Η διατήρηση σταθερών τιμών αποτελεί τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, γι' αυτό και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται ως πρωταρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο στόχος αυτός αντικατοπτρίζει ιστορικά διδάγματα και αντανακλά τη γενικά αποδεκτή άποψη ότι, με τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, η νομισματική πολιτική συμβάλλει σημαντικά στη διατηρήσιμη ανάπτυξη, την οικονομική ευημερία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Πώς οι αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας επηρεάζουν τις τιμές;

Η κεντρική τράπεζα έχει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος, τη δημιουργία δηλαδή νομισματικής βάσης και γι’ αυτό είναι σε θέση να επιδρά στο κόστος και τη διαθεσιμότητα του χρήματος.

Η κεντρική τράπεζα έχει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος, τη δημιουργία δηλαδή νομισματικής βάσης και γι’ αυτό είναι σε θέση να επιδρά στο κόστος και τη διαθεσιμότητα του χρήματος.

Κάθε μεταβολή στους όρους αυτούς θέτει σε κίνηση μια σειρά μηχανισμών, καθώς και ενεργειών από τους οικονομικούς φορείς, επηρεάζοντας τελικά την εξέλιξη των οικονομικών μεταβλητών, όπως η παραγωγή ή οι τιμές.

Αυτή η διαδικασία είναι γνωστή ως «μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής» και είναι αρκετά περίπλοκη, αλλά παραθέτουμε στη συνέχεια μια απλοποιημένη μορφή που επικεντρώνεται στο δίαυλο των επιτοκίων.

Ένα από τα κύρια εργαλεία που διαθέτει η κεντρική τράπεζα είναι ο καθορισμός των επιτοκίων πολιτικής - του κόστους δηλαδή του χρήματος.

Μεταβάλλοντας τα επιτόκια πολιτικής, διαμορφώνει το κόστος με το οποίο οι εμπορικές τράπεζες δανείζονται από το Ευρωσύστημα. Με τον τρόπο αυτό, επηρεάζει τόσο τα επιτόκια με τα οποία οι εμπορικές τράπεζες δανείζονται ρευστά διαθέσιμα μεταξύ τους, όσο και τους όρους δανεισμού των εμπορικών τραπεζών προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Καθώς το επίπεδο των επιτοκίων δανεισμού διαδραματίζει γενικά σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις κατανάλωσης και επενδύσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής επηρεάζουν κατ’ επέκταση τη συνολική ζήτηση και, τελικά, την εξέλιξη των τιμών.

Ποιος είναι ο ρόλος των εμπορικών τραπεζών;

Οι εμπορικές τράπεζες αντλούν ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα και τη διαχειρίζονται, χορηγώντας π.χ. δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και σε άλλες τράπεζες.
Οι εμπορικές τράπεζες αντλούν ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα και τη διαχειρίζονται, χορηγώντας π.χ. δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και σε άλλες τράπεζες. Έχουν έτσι σημαντικό ρόλο στη µετακύλιση των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας στα επιτόκια της αγοράς χρήματος, και στη συνέχεια στα επιτόκια προς την πραγματική οικονομία. Ιδίως στη ζώνη του ευρώ, που οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσφεύγουν στην τραπεζική χρηματοδότηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με άλλες πηγές χρηματοδότησης, οι εμπορικές τράπεζες έχουν κυρίαρχο ρόλο στη μετάδοση των επιδράσεων των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής στην οικονομία. Στην ουσία μέσω αυτών διαδίδεται στην κάθε χώρα η κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ.
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι