EN

Άρθρα & Συνεντεύξεις

  • Κοινοποίηση:

Συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στη Handelsblatt και στους δημοσιογράφους Leonidas Exuzidis και Gerd Höhler

31/10/2023 - Άρθρα & Συνεντεύξεις

Τελικά το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια. Γιατί;

Πρώτα απ’ όλα, έχουμε ήδη προβεί σε μεγάλη αυστηροποίηση. Σήμερα έχουν διαμορφωθεί πολύ περιοριστικές συνθήκες, από όποια σκοπιά και αν το δούμε, είτε μιλάμε για το επίπεδο των επιτοκίων, τις αποδόσεις των ομολόγων, τις χρηματοοικονομικές συνθήκες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις είτε μιλάμε για τα επιτόκια τραπεζικών χορηγήσεων.

Επίσης, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού προχωρεί ομαλά.

Ναι. Μέχρι στιγμής, η πτωτική πορεία του πληθωρισμού ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας. Αλλά η οικονομία είναι πολύ πιο αδύναμη από ό,τι πιστεύαμε τον Σεπτέμβριο. Αυτή είναι η βασική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη συνεδρίαση. Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι επίσης ελαφρώς δυσμενέστερες από ό,τι αναμέναμε.

Μια επιπλέον και σημαντική διαφορά: Η απόφαση να διακοπούν οι αυξήσεις των επιτοκίων ήταν ομόφωνη.

Ναι, ήταν μια εύκολη συζήτηση. Και τονίσαμε τη νέα πηγή αβεβαιότητας: τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.

Τι ρόλο έπαιξε στις συζητήσεις σας αυτή η σύγκρουση;

Πολύ σημαντικό ρόλο. Το επίπεδο της αβεβαιότητας στην πλευρά της προσφοράς είναι πολύ υψηλό. Αυτό συνέβαλε στην απόφασή μας να είμαστε πιο προσεκτικοί.

Αυτή η αβεβαιότητα έρχεται να προστεθεί σε μια ήδη αβέβαιη περίοδο. Πώς επηρεάζει αυτή η σύγκρουση την οικονομία της ζώνης του ευρώ και τις χρηματοπιστωτικές αγορές;

Βλέπουμε ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και η αγορά ενέργειας έχουν αντιδράσει, αλλά όχι πολύ έντονα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί, πόσες χώρες θα εμπλακούν. Έχω δει πολλές κρίσεις στη ζωή μου και έχω βιώσει τις συνέπειές τους ώστε να είμαι σε θέση να γνωρίζω το εξής: Αυτή τη στιγμή οι αγορές απλώς περιμένουν. Κάνουν μια παύση. Για εμάς, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, αυτό είναι μια πηγή υψηλής αβεβαιότητας.

Φοβάστε τη δυνητική αντίδραση των αγορών, π.χ. πιθανή αύξηση των τιμών του πετρελαίου;

Ασφαλώς. Γνωρίζουμε ότι μια μείζων κρίση στη Μέση Ανατολή με εμπλοκή των πετρελαιοπαραγωγών χωρών θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις αγορές ενέργειας, ενδεχομένως προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις βραχυπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα όμως υπάρχει κίνδυνος οικονομικής στασιμότητας, για να μην αναφέρουμε τα κύματα προσφύγων προς την Ευρώπη. Αυτή η κατάσταση είναι όντως επικίνδυνη.

Φοβάστε λοιπόν ένα φαινόμενο ντόμινο;

Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Η σύγκρουση ήδη έχει τραγικές και δραματικές επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων. Μπορεί να έχει ανάλογες επιπτώσεις και στην οικονομία.

Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες, να σας κάνω την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου: Τα επιτόκια έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό τους;

Μπορώ να σας πω την προσωπική μου γνώμη: θεωρώ πως ναι. Δεν ξέρω αν αυτή είναι η γνώμη και της πλειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, γιατί δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα. Ίσως θα το συζητήσουμε στις επόμενες συνεδριάσεις μας εντός του 2024.

Και η επόμενη ερώτηση είναι ποια είναι η προσωπική σας άποψη για το πότε θα μειωθούν τα επιτόκια ή πότε μπορούν να μειωθούν.

Με την πρόσθετη αβεβαιότητα λόγω της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, είναι ακόμη πιο δύσκολο να απαντήσω, Και πάλι κατά την προσωπική μου άποψη, θα ξεκινούσα να σκέφτομαι να μειώσω τα επιτόκια, αν ο πληθωρισμός στα μέσα του 2024 μειωθεί κάτω από το όριο του 3% σε μόνιμη και διατηρήσιμη βάση.

Πόσοι από τους συναδέλφους σας συμφωνούν με αυτή την άποψη;

Ελπίζω πολλοί. Αλλά δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα.

Υψηλά επιτόκια και χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωζώνη – μήπως η ΕΚΤ με τη νομισματική πολιτική της οδηγεί την ευρωζώνη σε ύφεση;

Η ΕΚΤ μέχρι τώρα τα έχει καταφέρει καλά, με την έννοια ότι ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά χωρίς ωστόσο η πολιτική της να έχει εκτεταμένες δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομία. Ο πρωταρχικός μας σκοπός είναι η σταθερότητα των τιμών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αγνοούμε την πραγματική οικονομική δραστηριότητα, την ανεργία, καθώς και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και όλους αυτούς τους παράγοντες και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι δεν τα πήγαμε και άσχημα. Ιδίως μάλιστα αν ληφθεί υπόψη ότι η ζώνη του ευρώ είναι καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και δέχθηκε σοβαρό πλήγμα από τη δυσμενή μεταβολή των όρων εμπορίου το περασμένο έτος.

Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος υπέρμετρης αυστηροποίησης;

Έχουμε ήδη προβεί σε μεγάλη αυστηροποίηση. Όπως προανέφερα, από όποια πλευρά και αν το δούμε, επικρατούν περιοριστικές συνθήκες. 

Φαίνεται να είστε αντίθετος στην ταχύτερη συρρίκνωση του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος.

Αν δεν κάνω λάθος, ο ρυθμός μείωσης του μεγέθους του ισολογισμού του Ευρωσυστήματος είναι ο υψηλότερος μεταξύ των μεγάλων κεντρικών τραπεζών ανά τον κόσμο. Και συνεχίζει προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω της αποπληρωμής των TLTRO και των εξοφλήσεων του ΑΡΡ. Για ποιο λόγο να επιταχύνουμε αυτό το ρυθμό τη στιγμή που η οικονομική αβεβαιότητα παγκοσμίως έχει αυξηθεί;

Πρόσφατα παρατηρήθηκε έντονη αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, τόσο στην περιοχή του δολαρίου όσο και στην ευρωζώνη. Αυτή η εξέλιξη δημιουργεί ένα νέο κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα;

Το γνωρίζουμε πολύ καλά. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι αυξήσεις των αποδόσεων προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχουμε εκτιμήσει ότι η «μεταφορά» της αυστηροποίησης από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη λόγω αυτής της επίδρασης είναι περίπου 20-25 μονάδες βάσης. Συνεπώς, η επίδραση στην Ευρώπη από την αυστηροποίηση στις ΗΠΑ είναι μεγάλη και μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του προϊόντος και της απασχόλησης. Ανησυχούμε για αυτή την άνοδο των αποδόσεων, πολύ δε περισσότερο αν η κύρια αιτία δεν είναι ο πληθωρισμός (που δεν φαίνεται να είναι) ή η ταχύτερη ανάπτυξη, αλλά κυρίως οι δυσμενείς δημοσιονομικές εξελίξεις.

Η άνοδος των αποδόσεων βοηθά στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σας με τη διαμόρφωση πιο περιοριστικών χρηματοπιστωτικών συνθηκών;

Η άνοδος αυτή συμβάλλει στη διαμόρφωση πιο περιοριστικών νομισματικών, χρηματοπιστωτικών και μακροοικονομικών συνθηκών.

Θεωρείτε ότι υπάρχει κίνδυνος αναχρηματοδότησης για ορισμένα κράτη-μέλη;

Όσο αυξάνεται το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους, τόσο δυσχεραίνεται η βιωσιμότητα του χρέους. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης και έμμεσου επιτοκίου του δημόσιου χρέους (snowball effect) εξακολουθεί να είναι ευνοϊκή για τα περισσότερα κράτη-μέλη.

Για την Ελλάδα ανησυχείτε;

Η Ελλάδα είναι μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους είναι μικρές, η επίδραση της διαφοράς ρυθμού ανάπτυξης-επιτοκίου είναι πολύ ευνοϊκή και υπάρχουν πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Δικαιούμαστε να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια, ιδίως μετά από όσα έχουμε υποφέρει στο παρελθόν!

Και η Ιταλία; Το δημόσιο χρέος της είναι πολύ υψηλό, το έλλειμμα ξεπερνά τις προβλέψεις, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του Ιταλικού Δημοσίου είναι κοντά στο 5%.

Λαμβάνοντας υπόψη τα επώδυνα διδάγματα από την ελληνική κρίση δημόσιου χρέους και από τις δημοσιονομικές περιπέτειες στο Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι, είμαι σίγουρος ότι η Ιταλία δεν θα θελήσει να ρισκάρει. Έχουμε όλοι γίνει σοφότεροι σήμερα, με δεδομένη την εμπειρία του παρελθόντος.

Αυτό είναι ένα ακόμη επιχείρημα για μη περαιτέρω αυστηροποίηση.

Αυτό είναι ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ του να είμαστε προχωρήσουμε με προσεκτικά βήματα, διότι στην αρμοδιότητά μας εμπίπτει και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αν δεν έχουμε χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής δεν είναι αρκετά ομαλή.

Η ΕΚΤ έχει δημιουργήσει ένα εργαλείο, το TPI, για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες και άτακτες εξελίξεις στις αγορές. Θα δούμε σύντομα να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά;

Ως πρώτη γραμμή άμυνας, έχουμε τις επανεπενδύσεις τίτλων στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP και τη δυνητική ευελιξία αυτού του προγράμματος.

Εννοείτε το πρόγραμμα που σχεδιάσατε στην αρχή της πανδημίας. Με βάση τον τρέχοντα προγραμματισμό, επανεπενδύετε στο ακέραιο τα ποσά από την εξόφληση τίτλων του προγράμματος μέχρι το τέλος του 2024.

Σωστά. Δεν έχουμε χρησιμοποιήσει την ευελιξία του προγράμματος εδώ και πάνω από ένα χρόνο (η ευελιξία σημαίνει να χρησιμοποιούμε μέρος από τα ποσά τίτλων ενός κράτους-μέλους που λήγουν και να επενδύουμε σε ένα άλλο κράτος-μέλος). Επομένως, δεν νομίζω ότι χρειάζεται να ενεργοποιήσουμε το ΤΡΙ.

Ας επανέλθουμε για λίγο στην Ελλάδα. Η χώρα έχει ξεπεράσει οριστικά την κρίση;

Ναι. Πέρα από τις ευνοϊκές οικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, φαίνεται ότι ο ελληνικός λαός αποφάσισε να απορρίψει τον λαϊκισμό. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαμε οι πρώτοι που ασπαστήκαμε τον λαϊκισμό, αλλά ήμασταν επίσης και οι πρώτοι που τον αποκηρύξαμε. Σήμερα υπάρχει ένας σαφής πολιτικός ορίζοντας. Ο ελληνικός λαός φαίνεται να εκτιμά τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότερα πολύ περισσότερο από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν.

Ακόμα όμως η οικονομία απέχει πολύ από τα προ της κρίσης επίπεδα.

Ναι, πράγματι. Οι δυσμενείς αρχικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές συνθήκες, που οδήγησαν στην κρίση, απαιτούσαν μια αρκετά μεγάλη προσπάθεια προσαρμογής, η οποία επηρέασε το ΑΕΠ. Μην ξεχνάτε ότι είχαμε δίδυμα ελλείμματα, της τάξεως του 15% του ΑΕΠ το καθένα. Στην Ελλάδα επίσης υπήρξαν καθυστερήσεις και παλινωδίες στην εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει συνεχής πρόοδος σε όλα τα μέτωπα και ταχεία σύγκλιση προς το κατά κεφαλήν εισόδημα των χωρών της ευρωζώνης, παράλληλα με την ταχεία δημοσιονομική προσαρμογή.

 Με αυτή την έννοια, η κρίση δεν έχει περάσει εντελώς, αλλά ακόμη αντιμετωπίζουμε τις συνέπειές της.

Την κρίση την έχουμε ξεπεράσει, με την έννοια ότι τα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη είναι πολύ πιο σταθερά και ισορροπημένα σήμερα. Αν μου επιτρέπετε, έχουμε λύσει τα πρωτεύοντα προβλήματα του παρελθόντος που οδηγήσαν στην κρίση ή ήταν συνέπεια της κρίσης, όπως οι πολύ υψηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους, τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, και τώρα μένει να επιλύσουμε ορισμένα, θα έλεγα δευτερεύοντα προβλήματα, όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η ποιότητα των υποδομών.

Δείτε τη Συνέντευξη όπως δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο της Handelsblatt: 

EZB-Ratsmitglied Stournaras:„Das ist eine wirklich gefährliche Situation“

Leonidas Exuzidis, Gerd Höhler

Der EZB-Rat hat beschlossen, die Zinssätze konstant zu halten. Warum?

Zunächst einmal haben wir die Zinssätze bereits stark angehoben. Wir befinden uns jetzt tief im restriktiven Bereich, egal, aus welchem Blickwinkel man es betrachtet: ob es um die Höhe der Zinssätze, die Anleiherenditen, die finanziellen Bedingungen der Haushalte und Unternehmen oder die Kreditzinsen der Banken geht.

Außerdem sinkt die Inflation inzwischen deutlich.

Der Prozess der Disinflation entspricht bislang unseren Erwartungen. Aber die Konjunktur ist viel schwächer, als wir im September dachten. Dies ist der Hauptunterschied zur vergangenen Sitzung. Auch die Finanzierungsbedingungen sind etwas straffer als erwartet.

Ein weiterer Unterschied zur September-Sitzung: Die Entscheidung, eine Zinspause einzulegen, wurde einstimmig getroffen.

Ja, es war eine einfache Diskussion. Und wir haben die neue Quelle der Unsicherheit betont: den Nahostkonflikt.

Welche Rolle spielte das bei den Diskussionen?

Eine wichtige. Der Grad der Unsicherheit auf der Angebotsseite ist sehr hoch. Das hat zu der Entscheidung beigetragen, vorsichtiger zu werden.  

Welche Auswirkungen hat der Konflikt auf die Wirtschaft der Euro-Zone und die Finanzmärkte?

Wir haben eine Reaktion der Finanzmärkte und des Energiemarkts gesehen, aber keine dramatische. Das Problem ist, dass wir nicht wissen, was passieren wird und wie viele Länder involviert sein werden. Ich habe die Folgen vieler Krisen erlebt, und ich weiß: In diesem Moment warten die Märkte einfach ab. Sie halten inne. Für uns, den EZB-Rat, ist das eine große Quelle der Unsicherheit.   

Fürchten Sie die mögliche Reaktion der Märkte, zum Beispiel in Form von steigenden Ölpreisen?

Ja, natürlich. Wir wissen, dass eine größere Krise im Nahen Osten, in die auch ölproduzierende Länder verwickelt sind, große Auswirkungen auf die Energiemärkte haben wird. Das könnte kurzfristig zu einer Inflation führen. Mittelfristig besteht jedoch die Gefahr einer Stagnation, ganz zu schweigen von den Flüchtlingsströmen nach Europa. Das ist eine wirklich gefährliche Situation.   

Sie befürchten also einen Dominoeffekt?

Das kann passieren. Dieser Konflikt hat bereits dramatische Auswirkungen auf das Leben der betroffenen Menschen. Er kann die gleichen Auswirkungen auch auf die Wirtschaft haben.   

Vor dem Hintergrund all dieser Unwägbarkeiten: Haben wir den Höhepunkt der Zinssätze gesehen?

Ich kann Ihnen meine persönliche Meinung dazu sagen: Ja, das haben wir. Ich weiß nicht, ob dies die Mehrheitsmeinung im EZB-Rat ist, denn wir haben diese Frage noch nicht erörtert. Möglicherweise wird dies in den nächsten Sitzungen im Jahr 2024 diskutiert.   

Dann noch eine Frage, zu der Sie sicher eine persönliche Sichtweise haben: Wann können die Leitzinsen sinken?

Angesichts der zusätzlichen Unsicherheit im Nahen Osten ist das noch schwieriger zu sagen. Persönlich würde ich über eine Zinssenkung nachdenken, wenn die Inflation Mitte 2024 dauerhaft und nachhaltig die Schwelle von drei Prozent unterschreitet.  

Wie viele Ihrer Kollegen stimmen dem zu?

Ich hoffe viele. Aber wir haben das noch nicht diskutiert.  

Hohe Zinsen und schwaches Wachstum - treibt die EZB mit ihrer Geldpolitik die Euro-Zone in eine Rezession?

Die EZB hat bisher insofern gute Arbeit geleistet, als dass die Inflation stark zurückgegangen ist, ohne dass dies größere negative Auswirkungen auf die Wirtschaft hatte. Unser Mandat ist Preisstabilität. Aber das bedeutet nicht, dass wir die reale Wirtschaftstätigkeit, die Arbeitslosigkeit und die Finanzstabilität außer Acht lassen. Wir müssen auch all diese Faktoren berücksichtigen, und nach dem Ergebnis zu urteilen, scheinen wir keine schlechte Arbeit geleistet zu haben. Dies gilt umso mehr, wenn man bedenkt, dass der Euro-Raum ein Netto-Energieimporteur ist.   

Wie groß ist die Gefahr einer zu starken Straffung?

Wir haben die Geldpolitik sehr stark gestrafft. Wie ich schon sagte, zeigt sich die Straffung in vielen Teilbereichen der Wirtschaft.   

Das klingt, als wären Sie gegen ein höheres Tempo beim Abbau der EZB-Bilanz. Nach den umfangreichen Anleihekäufen der vergangenen Jahre schrumpft die EZB jetzt ihre Bilanz, was ebenfalls zu einer strikteren Geldpolitik beiträgt.

Wenn ich mich nicht irre, ist das Tempo des Bilanzabbaus im Euro-System das höchste unter den großen Zentralbanken der Welt. Und es geht weiter in diese Richtung. Warum sollten wir es angesichts der weltweit gestiegenen wirtschaftlichen Unsicherheit noch weiter erhöhen?   

In letzter Zeit sind die Anleiherenditen sowohl im Dollar-Raum als auch im Euro-Raum stark gestiegen. Stellt diese Entwicklung eine neue Gefahr für die Finanzstabilität dar?

Dessen sind wir uns voll bewusst. Der wichtigste Effekt geht von den Vereinigten Staaten aus. Wir schätzen, dass der Transfer der Straffung von den USA nach Europa aufgrund dieses Effekts etwa 20 bis 25 Basispunkte beträgt. Daher ist die Auswirkung der Straffung auf Europa groß, was zu einer noch geringeren Produktion und Beschäftigung führen kann. Wir sind besorgt über diesen Anstieg, und zwar umso mehr, wenn der Hauptgrund dafür nicht die Inflation oder ein höheres Wachstum ist, sondern vor allem eine ungünstige Haushaltsentwicklung.  

Hilft Ihnen der Anstieg bei der Übertragung Ihrer Geldpolitik, wenn sich die finanziellen Bedingungen verschärfen?

Dieser Anstieg macht die geldpolitische, finanzielle und makroökonomische Straffung noch stärker.  

Sehen Sie Gefahr für die Refinanzierung in bestimmten Mitgliedstaaten?

Da sich die Refinanzierung der Schulden verteuert, wird die Tragfähigkeit der Schulden schwieriger. Der Schneeballeffekt ist jedoch für die meisten Mitgliedstaaten noch günstig.  

Machen Sie sich Sorgen um Griechenland?

Nein. Griechenland ist eine sehr angenehme Überraschung, da der Refinanzierungsbedarf gering ist und es primäre Haushaltsüberschüsse gibt. Wir haben es verdient, nachts ruhig zu schlafen, vor allem nach dem, was wir in der Vergangenheit durchgemacht haben.  

Was ist mit Italien? Die Staatsverschuldung ist hoch, das Defizit liegt über den Erwartungen, die Rendite der zehnjährigen Anleihen liegt bei fast fünf Prozent.

In Anbetracht der harten Lehren aus der griechischen Staatsschuldenkrise und den Haushaltsabenteuern des Vereinigten Königreichs im vergangenen Jahr bin ich sicher, dass Italien kein Risiko eingehen wird. Angesichts der Erfahrungen der Vergangenheit sind wir jetzt alle viel klüger.   

Die Situation in Italien ist ein weiteres Argument dafür, die Geldpolitik nicht weiter zu straffen.

Es ist ein weiteres Argument dafür, vorsichtig zu sein, denn die Finanzstabilität fällt auch in unseren Aufgabenbereich. Wenn wir keine Finanzstabilität haben, funktioniert die Transmission der Geldpolitik nicht reibungslos.  

Die EZB hat ein Instrument zur Bekämpfung ungerechtfertigter und ungeordneter Marktdynamiken geschaffen, den TPI. Es ermöglicht gezielte und unbegrenzte Anleihekäufe einzelner Länder, sie können damit im Notfall den Risikoaufschlag bei den Renditen der Anleihen reduzieren. Wird es bald zum ersten Mal zum Einsatz kommen?

Wir haben die Reinvestitionen von PEPP und die potenzielle Flexibilität des Programms als erste Verteidigungslinie. 

Das Anleihekaufprogramm PEPP haben Sie mit Beginn der Pandemie entworfen, das Gesamtvolumen beträgt mehr als 1,8 Billionen Euro. Nach dem derzeitigen Plan reinvestieren Sie alle Einnahmen der auslaufenden Anleihen des Programms bis Ende 2024.

Das ist richtig. Wir haben die Flexibilität dieses Programms seit über einem Jahr nicht mehr genutzt, also insofern, dass ein Teil der Rückzahlungen eines Mitgliedstaates verwendet und in einen anderen investiert wird. Daher glaube ich nicht, dass wir das TPI nutzen müssen.  

Lassen Sie uns zu Griechenland zurückkehren. Hat das Land die Krise hinter sich gelassen?

Ja. Abgesehen von den günstigen wirtschaftlichen und finanziellen Entwicklungen scheint es, als hätten die Griechen beschlossen, sich vom Populismus zu trennen. Es stimmt, dass wir die Ersten waren, die den Populismus angenommen haben, aber auch die Ersten, die ihn vertrieben haben. Jetzt gibt es einen klaren politischen Horizont. Die griechische Bevölkerung scheint die politische und finanzielle Stabilität viel mehr zu schätzen als in der jüngsten Vergangenheit. 

Dennoch ist die Wirtschaft noch weit von ihrem Vorkrisenniveau entfernt.

Ja, das ist sie. Die ungünstigen makroökonomischen und fiskalischen Ausgangsbedingungen, die zur Krise führten, erforderten ziemlich große Anpassungsbemühungen, die sich auf die Wirtschaftsleistung auswirkten. Vergessen Sie nicht, dass wir zwei Defizite in der Größenordnung von jeweils 15 Prozent des Bruttoinlandsprodukts hatten. Anfangs gab es Verzögerungen bei der Umsetzung der notwendigen Maßnahmen. In den vergangenen Jahren sahen wir jedoch kontinuierliche Fortschritte an allen Fronten und eine Annäherung an das Pro-Kopf-Einkommen in der Euro-Zone, zusammen mit einer raschen Haushaltskonsolidierung. 

In diesem Sinne hat Griechenland die Krise also nicht völlig überwunden, sondern immer noch mit den Folgen zu kämpfen.

Wir haben die Krise in dem Sinne hinter uns gelassen, dass unsere Fundamentaldaten jetzt viel stabiler und ausgeglichener sind. Wir haben unsere großen Probleme „erster Ordnung“, die zur Krise geführt haben oder eine Folge der Krise waren, gelöst – wie den sehr großen Schuldenrefinanzierungsbedarf, die großen Haushaltsdefizite, die Rekapitalisierung der Banken. Jetzt müssen wir eine Reihe von verbleibenden Problemen lösen: die Effizienz des Staates, Verzögerungen in der Justiz, die Qualität der Infrastruktur. Wenn wir auch sie in Angriff nehmen, wird sich Griechenland sehr gut entwickeln, denn das Land hat noch viel Potenzial.

​​ 
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι