Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (countercyclical capital buffer – CCyB) αποτελεί εργαλείο μακροπροληπτικής πολιτικής που αποβλέπει στην αποτροπή ή μείωση της συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων, στη διαμόρφωση κατάλληλου επιπέδου πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης τόσο στην ανοδική όσο και στην καθοδική φάση του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος αξιολογεί ανά τρίμηνο την ένταση του κυκλικού συστημικού κινδύνου και την καταλληλότητα του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα και, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, καθορίζει ή προσαρμόζει το ποσοστό αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας.
Ειδικότερα, ο καθορισμός του ποσοστού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας άνω του 0% ξεκινά στο στάδιο του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου κατά το οποίο επικρατεί ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου, δηλαδή όταν οι κίνδυνοι δεν είναι ούτε υποτονικοί ούτε ιδιαίτερα αυξημένοι, προκειμένου να παρέχει τη δυνατότητα στα πιστωτικά ιδρύματα να απορροφήσουν τυχόν ζημίες και να διασφαλίσει την ομαλή ροή της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία αν επέλθουν απρόβλεπτες διαταραχές. Το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας καθορίζεται με Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής και τίθεται σε εφαρμογή το αργότερο 12 μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσής του. Η σταδιακή δημιουργία ενός θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου (positive neutral rate of the countercyclical capital buffer - PN CCyB) συνεχίζεται μέχρι να ανέλθει στο επιδιωκόμενο ποσοστό, το οποίο ορίζεται με Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, ο καθορισμός του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας λαμβάνει υπόψη το επιδιωκόμενο ποσοστό του θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου. Εφόσον η αξιολόγηση της έντασης των κυκλικών συστημικών κινδύνων από την Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώνει ότι συσσωρεύονται κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αποφασίσει την αύξηση του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε επίπεδο υψηλότερο από το επιδιωκόμενο ποσοστό θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου με σκοπό τη μείωση της συσσώρευσης των κυκλικών συστημικών κινδύνων και την πρόληψη και τον περιορισμό της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης και μόχλευσης.
Αντίθετα, στην καθοδική φάση του οικονομικού κύκλου ή σε περίπτωση διαταραχών, η μείωση του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ή η πλήρης αποδέσμευσή του (δηλαδή ο καθορισμός σε μηδενικό επίπεδο) δύναται να ενθαρρύνει την παροχή πιστώσεων, συμβάλλοντας έτσι στην ομαλή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η μείωση ή η πλήρης αποδέσμευση του ισχύοντος ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας έχει άμεση εφαρμογή από τη στιγμή της ανακοίνωσής της.
Στη φάση που η οικονομία ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα ανακάμπτει μετά από σοβαρές, ενδογενείς ή εξωγενείς, διαταραχές ή μετά από μία συστημική κρίση, το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας διατηρείται σε μηδενικό επίπεδο προκειμένου να ενθαρρυνθεί η παροχή πιστώσεων και να διασφαλισθεί η ομαλή χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας παραμένει σε μηδενικό επίπεδο έως ότου η ένταση του κυκλικού συστημικού κινδύνου αξιολογείται ότι βρίσκεται σε ουδέτερο επίπεδο.
Ακολουθεί μια γραφική παρουσίαση της δημιουργίας και αποδέσμευσης του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ανάλογα με την ένταση των κυκλικών συστημικών κινδύνων στις τέσσερις φάσεις του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου.
Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος.
Το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας καθορίζεται μεταξύ 0% και 2,5% (και άνω του 2,5% σε εξαιρετικές περιπτώσεις). Καλύπτεται από κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) και εκφράζεται ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοιγμάτων σε κίνδυνο των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα. Σε περίπτωση που κάποιο ίδρυμα δεν τηρεί πλήρως τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, τότε επιβάλλονται οι προβλεπόμενοι κατά την ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί στη διανομή κερδών, όπως οι καταβολές μερισμάτων και μεταβλητών αποδοχών καθώς και οι πληρωμές σε πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.
Η Τράπεζα της Ελλάδος με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 235/1/07.10.2024 προσδιόρισε τη διαδικασία εφαρμογής και τη μεθοδολογία καθορισμού του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας στην Ελλάδα και όρισε το επιδιωκόμενο ποσοστό θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου για την Ελλάδα στο 0,5%. Η τριμηνιαία αξιολόγηση της έντασης του κυκλικού συστημικού κινδύνου και της καταλληλότητας του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το δείκτη “τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ”. Ο δείκτης αυτός εκφράζει την απόκλιση του λόγου των πιστώσεων προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) από τη μακροπρόθεσμη τάση του. Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει ορισμένους πρόσθετους δείκτες για την παρακολούθηση της δημιουργίας και συσσώρευσης του κυκλικού συστημικού κινδύνου. Συγκεκριμένα, εξετάζονται δείκτες που παρακολουθούν τις πιστωτικές εξελίξεις, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τη δυνητική υπερεκτίμηση των τιμών των ακινήτων, την ευρωστία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τιμολόγηση του κινδύνου και τις εξωτερικές ανισορροπίες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η Τράπεζα της Ελλάδος με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 235/2/07.10.2024 καθόρισε το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα στο 0,25% με ημερομηνία εφαρμογής την 1η Οκτωβρίου 2025.