Τα μακροπροληπτικά μέτρα σχετικά με τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη αποσκοπούν στην πρόληψη ή τον περιορισμό των συστημικών κινδύνων που απορρέουν από την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα και συνδέονται με τη χρηματοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων
Συμβάλλουν επίσης ευρύτερα στην πρόληψη της υπέρμετρης χαλάρωσης των πιστοδοτικών κριτηρίων και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τα μέτρα αυτά είναι συμπληρωματικά προς άλλα μακροπροληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των κυκλικών και διαρθρωτικών συστημικών κινδύνων που επηρεάζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των ιδρυμάτων, όπως το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ή το τομεακό απόθεμα ασφαλείας συστημικού κινδύνου.
Τα μέτρα αυτά συνίστανται στη θέσπιση ορίων σε επιμέρους δείκτες που συνδέονται με την πίστωση ή με το δανειολήπτη ή με επιμέρους χαρακτηριστικά της πίστωσης και επηρεάζουν τις παραμέτρους κινδύνου των πιστώσεων με εξασφάλιση οικιστικά ή επαγγελματικά ακίνητα.
Η αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος να λαμβάνει τέτοιου είδους μακροπροληπτικά μέτρα εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 133A, παρ. 3 του ν. 4261/2014, όπου ορίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει το είδος των μακροπροληπτικών μέτρων για τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη, τους δείκτες ή τα χαρακτηριστικά των πιστώσεων ως προς τα οποία θα εφαρμόζονται τα όρια που θεσπίζει, καθώς και το ύψος των ορίων αυτών, το είδος των πιστώσεων ως προς τις οποίες εφαρμόζονται, τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Τον Μάρτιο του 2024, η Τράπεζα της Ελλάδος θέσπισε δεσμευτικά μακροπροληπτικά μέτρα σχετικά με τη δανειακή επιβάρυνση που εφαρμόζονται σε επίπεδο δανειολήπτη για δάνεια και λοιπές πιστώσεις προς φυσικά πρόσωπα με εξασφάλιση οικιστικό ακίνητο στην Ελλάδα, με ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2025.
Ειδικότερα, θέσπισε:
- ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση (debt service-to-income at origination – DSTI-O) 50% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 40% για τους λοιπούς δανειολήπτες, και
- ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για το δείκτη δανείου προς την αξία του υπέγγυου ακινήτου κατά την έγκριση (loan-to-value at origination – LTV-O) 90% για τους αγοραστές για πρώτη φορά και 80% για τους λοιπούς δανειολήπτες.
Επισημαίνεται ότι ο δείκτης εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα κατά την έγκριση (debt service-to-income at origination – DSTI-O) νοείται ως το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του συνολικού χρέους σε σχέση με το συνολικό ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα του δανειολήπτη κατά το χρόνο έγκρισης του δανείου ή της πίστωσης, ενώ ο δείκτης δανείου προς αξία κατά την έγκριση (loan-to-value at origination – LTV-O) νοείται ως το σύνολο των δανείων ή τμημάτων δανείων και λοιπών πιστώσεων που εξασφαλίζονται με ακίνητο από το δανειολήπτη κατά το χρόνο έγκρισης σε σχέση με την αξία του υπέγγυου ακινήτου κατά το χρόνο έγκρισης.
Τα εν λόγω μακροπροληπτικά μέτρα δεν εφαρμόζονται σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια και σε δάνεια υπό καθεστώς ρύθμισης (κατά την έννοια των άρθρων 47α και 47β αντίστοιχα του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου), σε δάνεια και λοιπές πιστώσεις που συνδέονται με προγράμματα εθνικής στεγαστικής πολιτικής ή πράσινης μετάβασης, τα οποία διέπονται από ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις (όπως π.χ. το πρόγραμμα «Σπίτι Μου»), καθώς επίσης σε μεταβιβαζόμενα χαρτοφυλάκια από εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του ν. 5072/2023.
Επίσης, δίνεται η δυνατότητα εκταμίευσης δανείων και λοιπών πιστώσεων καθ’ υπέρβαση των ανώτατων επιτρεπόμενων ορίων DSTI-O και LTV-O. Η υπέρβαση ανά δείκτη δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό έως 10% του συνολικού αριθμού των δανείων και λοιπών πιστώσεων που εγκρίνονται και έχουν έστω εν μέρει εκταμιευθεί εντός έκαστου ημερολογιακού τριμήνου.