EN

Κτίριο Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης

Το κλασικού ύφους κτίριο του Υποκαταστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος βρίσκεται επί των οδών Τσιμισκή και Ι. Δραγούμη και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα νεότερα μνημεία της πόλης της Θεσσαλονίκης, χάρη στην αρχιτεκτονική του σύνθεση και μορφολογία, αλλά και χάρη στην προνομιακή του πολεοδομική θέση. Αυτή επιλέχθηκε το 1922 (μετά την πυρκαγιά του 1917, στο πλαίσιο των διαδικασιών ανασχεδιασμού της πόλης από την ομάδα του Γάλλου πολεοδόμου Ernest Hébrard) για τη δημιουργία καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας.

Το κτίριο έχει κηρυχθεί διατηρητέο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1469/50 και είναι εξέχον δείγμα μεσοπολεμικής αρχιτεκτονικής.

Το τελικό σχέδιο του οικοδομήματος στηρίχθηκε στις προτάσεις που είχαν υποβάλει στο σχετικό διαγωνισμό του 1925 ο Aρ. Bάλβης (τρίτο βραβείο)  και ο Ν. Μητσάκης (έπαινος). Το κτίριο αποπερατώθηκε στις αρχές του 1933 και εγκαινιάστηκε στις 21 Mαΐου του ίδιου έτους.

Το αρχικό κτίριο προοριζόταν μόνο για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ). Ωστόσο, λίγο πριν από την έναρξη των εργασιών χωρίστηκε σε δύο τμήματα ώστε να στεγάσει και το εκεί Υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία είχε εν τω μεταξύ ιδρυθεί. Έγιναν σημαντικές τροποποιήσεις της αρχικής μελέτης για την κατάλληλη διαρρύθμιση των χώρων. Η συστέγαση των δύο καταστημάτων, της ΕΤΕ, με είσοδο από την οδό Μητροπόλεως και της Τράπεζας της Ελλάδος, με κεντρική είσοδο από την οδό Τσιμισκή, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Πρωτοποριακές μέθοδοι κατασκευής

Στην αρχική κατασκευή εφαρμόστηκαν κάποιες πρωτοποριακές για την εποχή μέθοδοι, όπως η θεμελίωση του κτιρίου πάνω σε πασσάλους σύμφωνα με τη μέθοδο Franki για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των υπόγειων νερών. O σκελετός του κτιρίου από οπλισμένο σκυρόδεμα, με βάση την πιο προηγμένη τεχνολογία της εποχής, καθιστούσε την κατασκευή ελαφρότερη.

Tο κτίριο αναπτύσσεται σε έξι συνολικά στάθμες (πέντε υπέργειες), με υπόγειο, ισόγειο, μεσοπάτωμα και τρεις ορόφους. Στα εσωτερικά μορφολογικά στοιχεία εγκαταλείπεται το αυστηρό κλασικό ύφος και υιοθετείται ένα βυζαντινό με στοιχεία ιταλικής αναγέννησης και κάποια Art deco. Η μεγάλη κεντρική του αίθουσα και οι περιμετρικοί χώροι, χαρακτηρίζονται από περίτεχνες οροφές, αψίδες και κίονες. Δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει ο ημισφαιρικός αλαβάστρινος τρούλος, που διαχέει φυσικό φωτισμό στην αίθουσα, μέσω υπερκείμενης θολωτής κατασκευής.

Το διάστημα 2005-2009, με την επίβλεψη της Τεχνικής Υπηρεσίας και τη συνδρομή της Υπηρεσίας Συντήρησης Έργων Τέχνης της Τράπεζας, έγιναν εκτεταμένες εργασίες για την αποκατάσταση του κτιρίου από τις φθορές που είχαν υποστεί τα διάφορα οικοδομικά στοιχεία από το χρόνο και τη χρήση, καθώς και για τη λειτουργική του αναβάθμιση.



ΠΗΓΕΣ:

  • Καρδαμίτση-Αδάμη, Μ. (2011), Τράπεζα της Ελλάδος. Τα κτίρια, Αθήνα.
  • Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος και Υπουργείο Πολιτισμού (Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας) (2009), Ήπιες Επεμβάσεις για την Προστασία των Ιστορικών Κατασκευών, Πρακτικά 3ου Εθνικού Συνεδρίου, εκδόσεις Ιανός.

Εικόνες

Προοπτική άποψη Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης, οδού Τσιμισκή
Άποψη της αίθουσας συναλλαγών του Υποκαταστήματος
Άποψη από κάτω του τρούλου που καλύπτει την αίθουσα συναλλαγών
Αυτό το website χρησιμοποιεί cookies για την βελτιστοποίηση της εμπειρίας σας. Μάθετε περισσότερα
Αποδέχομαι