Το Ευρωσύστημα έχει λάβει ποικίλα μη συμβατικά μέτρα, που συμπληρώνουν το τακτικό λειτουργικό πλαίσιο.
Πριν από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, το Ευρωσύστημα χορηγούσε στις τράπεζες ένα προκαθορισμένο ποσό ρευστότητας ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέσω των πράξεων ανοικτής αγοράς, έναντι επαρκούς ενεχύρου που παρείχαν οι τράπεζες προκειμένου να εγγυηθούν ότι τα χρηματικά κεφάλαια θα επιστραφούν. Οι τράπεζες επίσης δανείζονταν κεφάλαια μεταξύ τους στη διατραπεζική αγορά, για να καλύψουν τις ανάγκες ρευστότητάς τους.
Λόγω της αναταραχής στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων που προκλήθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση, ήδη από τις αρχές Αυγούστου του 2007 οι τράπεζες αντιμετώπισαν έλλειψη ρευστότητας και στη ζώνη του ευρώ. Επίσης παρουσιάστηκαν δυσλειτουργίες στις αγορές χρήματος. Έτσι, το Ευρωσύστημα αποφάσισε να εφαρμόσει ποικίλα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής, όπως περιγράφονται πιο κάτω, τα οποία ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις που εμφανίσθηκαν στις τρεις φάσεις της κρίσης.
Κατά την πρώτη φάση της κρίσης, σε συνθήκες έλλειψης ρευστότητας και δυσλειτουργίας των αγορών χρήματος, πολλά πιστωτικά ιδρύματα άρχισαν να αντιμετωπίζουν με μεγάλη επιφύλαξη την παροχή διατραπεζικών δανείων, θεωρώντας αυξημένο τον κίνδυνο να αθετήσει ο αντισυµβαλλόµενος σε µια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του. Έτσι, πρωταρχικός στόχος των μη συμβατικών μέτρων του Ευρωσυστήματος ήταν η παροχή ρευστότητας στις τράπεζες και η αποκατάσταση της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Στην πρώτη φάση της κρίσης το Ευρωσύστημα αποφάσισε:
- τη διενέργεια πράξεων ανοικτής αγοράς με τη διαδικασία των δημοπρασιών σταθερού επιτοκίου και με απεριόριστη χορήγηση ρευστότητας (από τον Οκτώβριο του 2008),
- την επέκταση της διάρκειας των πράξεων ανοικτής αγοράς (μέσω διεξαγωγής πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας έξι μηνών και τριών πράξεων διάρκειας ενός έτους) και τη διενέργεια συμπληρωματικών πράξεων ανοικτής αγοράς διάρκειας τριών μηνών,
- τη διεύρυνση των κατηγοριών των αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης.
Στη δεύτερη φάση της κρίσης, η οποία έλαβε τη μορφή κρίσης χρέους, τα μη συμβατικά μέτρα νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών που επικρατούσαν στις αγορές και στη μείωση των αποκλίσεων στις συνθήκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε διάφορες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Στη δεύτερη φάση της κρίσης το Ευρωσύστημα:
- διενήργησε το Πρόγραμμα για τις Αγορές Τίτλων (Securities Markets Programme) και παρενέβη στη δευτερογενή αγορά, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα ορισμένων χωρών (από το Μάιο του 2010 έως το Σεπτέμβριο του 2012),
- προέβη σε αγορές αποδεκτών καλυμμένων ομολογιών στο πλαίσιο του προγράμματος Covered Bond Purchase Programme - CBPP1 (Ιούλιος 2009-Ιούνιος 2010) και CBPP2 (Νοέμβριος 2011- Οκτώβριος 2012),
- πραγματοποίησε δύο συμπληρωματικές πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (Very Long Term Refinancing Operations - VLTROs) διάρκειας τριών ετών (από το Δεκέμβριο του 2011 έως το Φεβρουάριο του 2015),
- ανακοίνωσε το Σεπτέμβριο του 2012 τις Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές (Outright Monetary Operations - OMT), με τις οποίες ήταν δυνατόν να πραγματοποιούνται αγορές κρατικών ομολόγων υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Το πρόγραμμα αυτό δεν χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί.
Κατά την τρίτη φάση της κρίσης, τα μη συμβατικά μέτρα του Ευρωσυστήματος αφορούσαν την αντιμετώπιση του κινδύνου αποπληθωρισμού. Καθώς τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια ήταν ήδη κοντά στο μηδέν, τα μη συμβατικά μέτρα είχαν ως στόχο να επηρεάσουν τις συνθήκες χρηματοδότησης στη ζώνη του ευρώ.
Τα μέτρα αυτά κατά την τρίτη φάση της κρίσης περιλάμβαναν:
- αρνητικό επιτόκιο στην
πάγια διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων (από τον Ιούνιο του 2014),
- στοχευμένες πράξεις πιο μακροχρόνιας αναχρηματοδότησης (Targeted Long Term Refinancing Operations - TLTROs) με σκοπό την ενίσχυση της χορήγησης τραπεζικών δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η πρώτη σειρά πράξεων (TLTRO I) ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2014, η δεύτερη (TLTRO II) το Μάρτιο του 2016 και η τρίτη (TLTRO ΙII) το Μάρτιο του 2019,
- την παροχή ενδείξεων όσον αφορά την πιθανή κατεύθυνση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στο μέλλον (forward guidance) από τον Ιούλιο του 2013,
- το διευρυμένο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (APP) .
Η εμφάνιση του κορωνοϊού (COVID-19) και η ταχεία εξάπλωσή του στις αρχές του 2020, λαμβάνοντας τη μορφή πανδημίας, αποτέλεσε μείζονα διαταραχή για τις προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνοντας την αβεβαιότητα στις αγορές. Σε αυτήν τη φάση αποφασίστηκε από το Ευρωσύστημα η λήψη ολοκληρωμένης δέσμης μέτρων νομισματικής πολιτικής που σε συνδυασμό με τα υφιστάμενα μέτρα τόνωσης της οικονομίας (μέτρα τρίτης φάσης της κρίσης) θα στηρίξουν τη ρευστότητα των τραπεζών με σκοπό αυτές να προβούν σε νέο δανεισμό με βελτιωμένους όρους χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που έχουν πληγεί περισσότερο και έχουν αυξημένες ανάγκες σε κεφάλαια για την αντιμετώπιση της κρίσης που επήλθε λόγω της πανδημίας. Στην ενίσχυση της ρευστότητας του πιστωτικού συστήματος συνέβαλε δραστικά η ΕΚΤ τόσο με την παρατεταμένη διατήρηση χαμηλών επιτοκίων, την έναρξη νέων πράξεων αναχρηματοδότησης και τη διεύρυνση του αποδεκτού ενεχύρου, όσο και με τις εκτεταμένες αγορές στοιχείων ενεργητικού που θα οδηγήσουν σε αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και των επενδύσεων.
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας περιλάμβαναν:
- πρόσθετες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΠΠΜΑ), με σκοπό την άμεση εξασφάλιση επαρκούς ρευστότητας προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα με ευνοϊκούς όρους, τις οποίες στη συνέχεια διαδέχθηκαν οι έκτακτες ΠΠΜΑ λόγω πανδημίας για τη διασφάλιση των ομαλών συνθηκών στην αγορά χρήματος κατά την περίοδο της πανδημίας,
- την εφαρμογή σημαντικά ευνοϊκότερων όρων σε όλες τις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ ΙΙΙ) για την περίοδο Ιουνίου 2020 – Ιουνίου 2022, με σκοπό να στηρίξουν τις τραπεζικές χορηγήσεις προς όσους έχουν πληγεί περισσότερο από την εξάπλωση του κορωνοϊού, ιδίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
- πρόσθετες καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού συνολικού ύψους €120 δισεκ. μέχρι το τέλος του 2020, στο πλαίσιο του διευρυμένου προγράμματος αγοράς τίτλων, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η διενέργεια καθαρών αγορών στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος με ύψος €20 δισεκ. μηνιαίως, για την τόνωση της οικονομίας,
- την έναρξη έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) αντίστοιχων του διευρυμένου προγράμματος αγορών, συνολικού ύψους €1.850 εκατ. έως τον Μάρτιο 2022 τουλάχιστον. Σκοπός του νέου προγράμματος αγορών η αντιμετώπιση των κινδύνων που προκαλεί η έξαρση του κορωνοϊού για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και κατά συνέπεια η τόνωση της οικονομίας με την αύξηση των καταναλωτικών δαπανών και των επενδύσεων. Στο νέο πρόγραμμα PEPP περιλαμβάνονται αγορές των τίτλων που εκδίδονται από την Ελληνική Κυβέρνηση,
- την υιοθέτηση δέσμης μέτρων που καθιστούν χαλαρότερη την παροχή εξασφαλίσεων ώστε οι αντισυμβαλλόμενοι να αξιοποιούν πλήρως τη χρηματοδοτική στήριξη του Ευρωσυστήματος,
- την ενεργοποίηση και ενίσχυση των υφιστάμενων συμφωνιών ανταλλαγής νομισμάτων με κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.